Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2018

Σύναξις Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ- Κυριακὴ 7 Ἰανουαρίου 2018- Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

Το κηρυγμα του Βαπτιστου

Χθές, ἀγαπητοί μου, ἦταν ἡ μεγάλη ἑορτὴ τῶν Φώτων· βαπτίσθηκε ὁ Χριστός. Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾷ τὴ μνήμη ἐκείνου ποὺ ἀξιώθηκε νὰ τὸν βαπτίσῃ, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ.
  Νὰ τὸν ἐπαινέσουμε; Εἴμαστε ἀνάξιοι. 
Ἄλ­λωστε ὁ ἅγιος Ἰωάννης δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τοὺς δικούς μας ἐπαίνους· τὸν ἐπαίνεσε ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός. «Μνήμη δικαίου μετ᾿ ἐγκωμί­ων, σοὶ δὲ ἀρκέσει ἡ μαρτυρία τοῦ Κυρίου, ­Πρό­δρομε…» (ἀπολυτίκ.). 
Ὁ Χριστὸς εἶπε «Οὐκ ἐγήγερ­ται ἐν γεννητοῖς γυναικῶν μείζων Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ» (Ματθ. 11,11)· ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀ­δάμ, μεταξὺ τοῦ
πλήθους ποὺ γεννήθηκαν, δὲν ὑ­πῆρξε ἄλλος ἀνώτερος ἀπὸ τὸν Βαπτιστή. Τί λοιπὸν νὰ προσθέσουμε ἐμεῖς; Παρὰ ταῦ­τα ἂς ψελλίσουμε λίγες λέξεις στὴν ἑορτή του.

* * *

Ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, ἀγαπητοί μου, ἦ­ταν παιδὶ εὐσεβῶν γονέων, τοῦ Ζαχαρίου καὶ τῆς Ἐλισάβετ, ποὺ ἀξιώθηκαν νὰ τὸν ἀποκτή­σουν σὲ μεγάλη ἡλικία κατὰ τρόπο θαυμαστό. Ἰωάννης θὰ πῇ «δῶρο Θεοῦ». 
Καὶ ἦταν δῶρο Θεοῦ ὁ Ἰωάννης. Ἔμβρυο ἀκόμα, μέσα ἀπ᾽ τὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας του, χαιρέτισε καὶ προσ­κύνησε τὸ Χριστό, ὅταν ἡ Παναγία ἔγκυος, ἐ­πισκέφθηκε τὴν Ἐλισάβετ. Τότε «ἐσκίρτησε τὸ βρέφος», ὁ Ἰωάννης, «ἐν τῇ κοιλίᾳ» τῆς μη­τέρας του (Λουκ. 1,41). Ἀπὸ τότε ἦταν ἁγιασμένος. Ὅταν μεγάλωσε, πῆγε στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορ­δάνου. Ἐκεῖ ἀσκήθηκε αὐστηρά. Ἔζησε βίο ὑ­περάνθρωπο. Ἡ ἐνδυμασία του ἁπλῆ. Τὸ φαγη­τό του λιτό. Ποτό του τὸ νερὸ τοῦ ποταμοῦ. Στρῶμα του ἡ ἀμμουδιὰ τῆς ὄχθης, ὀροφὴ τὰ ἄστρα τ᾿ οὐρανοῦ, συντροφιά του τὰ θηρία. Μέσα σὲ τέτοιες συνθῆκες ἀνδρώθηκε. Βιβλίο, ποὺ μελετοῦσε, ἦταν ἡ φύσις. Τὰ πάντα μιλοῦν, ὅλα κηρύττουν τὸ μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ· «Αἰνεῖτε αὐτὸν ἥλιος καὶ σελήνη, αἰνεῖτε αὐ­τὸν πάντα τὰ ἄστρα καὶ τὸ φῶς» (Ψαλμ. 148,3).  
Πανεπιστήμιο τοῦ Ἰωάννου ἡ ἔρημος. Ἐκεῖ καταρτίσθηκε, καὶ ἐκεῖ ἔλαβε τὴν ἐντολὴ ν᾿ ἀρ­χίσῃ τὸ βάπτισμα καὶ τὸ κήρυγμα. Ἕνα κήρυγμα ποὺ διέφερε ἀπὸ τὰ κηρύγματα τῶν φαρισαίων καὶ γραμματέων, κήρυγμα ποὺ ξυπνοῦσε τὴν συνείδησι, ἀναγκαῖο στὴν ἐκφυλισμένη γενεά.

* * *


Ποιό ἦταν τὸ κήρυγμά του;  
Τὸ βασανισμένο λαὸ τὸν ἔβλεπε ὁ Ἰωάννης μὲ συμπάθεια καὶ τὸ κήρυγμά του ἦταν κήρυ­γμα παρηγορίας καὶ ἐνισχύσεως. Τοὺς συνιστοῦσε, νὰ ἔχουν ἀγάπη καὶ ἀλληλεγγύη μετα­ξύ τους· συνιστοῦσε πρὸ παντὸς τὴν ἐλεημο­σύνη. Θεῖο ἄρωμα!
 Τὰ ὡραιότερα λόγια τὰ ἔ­χει πεῖ τὸ Εὐαγγέλιο. 
Ἂς τ᾿ ἀκούσουν ὅσοι πιστεύουν στὸ Μὰρξ καὶ στὸ Λένιν, ποὺ ἔκλεψαν συνθήματα ἀπὸ τὸ Εὐ­αγγέ­λιο καὶ τὰ κλεμμένα τὰ ἀνακάτεψαν μὲ ὑλισμὸ καὶ ἀθεΐα.
 Ἰδού τὸ μεγάλο σφάλμα τους. Τί ἔ­λεγε λοιπὸν ὁ Ἰω­άννης·
 Ὅποιος ἔχει δυὸ πουκάμισα, νὰ δώσῃ τὸ ἕνα σ᾿ αὐτὸν ποὺ εἶνε γυμνός· καὶ ὅποιος ἔχει δυὸ ψωμιά, νὰ δώσῃ τὸ ἕνα στὸν ἄλλο ποὺ πεινάει (Λουκ. 3,11). 
Αὐτὰ τὰ εἶ­πε πολὺ προτοῦ παρουσιαστοῦν οἱ διάφοροι λεγόμενοι θεωρητικοὶ διδάσκαλοι τῆς ἰσότητος καὶ δικαιοσύνης. Κήρυγμα κοινωνικό, ῥιζοσπαστικό, κή­ρυγμα ἐλεημοσύνης καὶ φιλαν­θρωπίας, κήρυ­γμα ἀληθινῆς ἰσότητος καὶ δικαιοσύνης.


Ἔρχονταν κατόπιν κοντά του τελῶνες. Τί ἦ­ταν αὐτοί; Δὲν εἶχαν καλὸ ὄνομα. Ἦταν ὑ­πάλ­λη­λοι τοῦ Ῥωμαϊκοῦ κράτους, ἔφοροι καὶ εἰσ­πράκτορες, ποὺ δὲν ἀρκοῦνταν νὰ εἰσπράτ­τουν τὴ νόμιμη φορολογία, ἀλλὰ πίεζαν πολὺ τὸ λαό, γι᾽ αὐτὸ ἦταν μισητοί. Σ᾿ αὐτοὺς ἔλεγε· Μὴ πιέζετε καὶ μὴν εἰσπράττετε περισσότερα ἀπὸ ὅ,τι πρέπει νὰ εἰσπράττετε (βλ. ἔ.ἀ. 3,12-13).


Ἔρχονταν μετὰ στρατιῶτες τῶν ῥωμαϊκῶν λε­­γεώνων, πανίσχυροι κατὰ κόσμον. Σ᾿ αὐ­τοὺς τί ἔλεγε; Δὲν ἔλεγε νὰ ῥίξουν τὰ ὅπλα· διότι εἶνε ἀναγκαῖα γιὰ τὴν ἀσφάλεια τῆς δημοσίας τάξεως. Ἀλλὰ τί τοὺς ἔλεγε· Τὸ ὅπλο, ποὺ σᾶς ἔδωσε ἡ πατρίδα, μὴν τὸ χρησιμοποι­­εῖ­τε κάνοντας κατάχρησι καὶ ἀδικία, μὴν ἐκ­μεταλλεύεστε τὴν ἐξουσία σας γιὰ ν᾿ ἁρπάζε­τε· ἀρκεσθῆτε στὸ μισθό σας (βλ. ἔ.ἀ. 3,14).


Πρὸς ὅλο τὸν ὄχλο μιλοῦσε μὲ εὐθύτητα. Ἀλλ᾿ ἐκεῖνοι ποὺ προκαλοῦσαν περισσότερο τὸν ἔλεγχό του ἦταν οἱ φαρισαῖοι, ἡ ἄρ­χου­σα τάξις. Αὐτοὶ καυχόνταν γιὰ τὴ σοφία τους, γιὰ τὶς γνώσεις τους, γιὰ τὴν «ἁγιωσύνη» τους. Σ᾿ αὐτοὺς ἦταν σκληρός, πολὺ σκληρός. Τοὺς ὠνόμαζε ὀχιές, «γεννήματα ἐχιδνῶν» (ἔ.ἀ. 3, 7). Γιατί; Γιατὶ ἦταν μητροκτόνοι καὶ πατροκτόνοι σὰν τὴν ὀχιά, ποὺ ὅταν πρόκειται νὰ γεννη­θῇ τρώει τὴ κοιλιὰ τῆς μάνας της καὶ τὴν θανατώνει. Τοὺς ὠνόμαζε ἀκόμη δέντρα σαπρά, ποὺ τὰ περιμένει τσεκούρι καὶ φωτιά· «Πᾶν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται» (ἔ.ἀ. 3,9). Τὸ καλὸ δέντρο ἔχει καρπούς· ἡ μηλιὰ τὰ μῆλα, ἡ ἀ­χλαδιὰ τὰ ἀχλάδια, ἡ πορτοκαλιὰ τὰ πορτοκάλια. Ἐσὺ τί κάνεις, ἄχρηστε ἄνθρωπε;


Τέλος ὁ Ἰωάννης ἔκανε ἕνα τόλμημα. 
Τὶς ἡ­μέρες ἐκεῖνες ἕνας βασιλιᾶς παντοδύναμος, ὁ Ἡρῴδης, ἔδιωξε τὴ νόμιμη γυναῖκα του, πῆ­ρε ὡς παλλακίδα τὴ γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ του, τὴν αἰσχρὴ Ἡρῳδιάδα, καὶ συζοῦσε μαζί της.
 Ὅσοι ἀνέβαιναν στὰ ἀνάκτορα τὸν κολάκευαν. 
(Ἔτσι εἶνε. Νὰ κάνω τώρα τὸν παραλληλισμό; Διότι συνέβη αὐτὸ καὶ στὶς μέρες μας. «Λεβέντη» τὸν λέγανε ἕνα πόρνο, 75 χρονῶν ἄνθρωπο, ποὺ διέλυσε τὴν οἰκογένειά του καὶ συζοῦσε μὲ ἄλλη γυναῖκα). 
Τέτοιοι εἶνε οἱ ἄν­θρωποι… Ὁ Ἰωάννης ὅμως ἀνέβηκε στὰ ἀνάκτορα καὶ ἔρριξε τὸν κεραυνό. Κεραυνὸς ἦ­ταν ὁ λόγος του «Οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου» (Μᾶρκ. 6,18)· δὲν σοῦ ἐ­πιτρέπεται, βασιλιᾶ, νὰ ἀτιμάζῃς τὸν ἑαυτό σου καὶ νὰ συζῇς παράνομα μὲ τὴ γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου. Αὐτὸς ἦταν ὁ λόγος του· πέντε λέξεις κήρυγμα. Ἀλλὰ οἱ λέξεις αὐτὲς ἀξίζουν περισσότερο ἀπὸ μυριάδες κηρύ­γματα. Καὶ τελικὰ αὐτὲς στοίχισαν τὸ κεφάλι τοῦ τιμίου Προδρόμου.

* * *

Τέτοιος ἦταν ὁ Πρόδρομος. Καὶ τέτοια παράδοσι ἄφησε στὴν Ἐκκλησία μας. Ἂν πρέπῃ νὰ ὑπάρχῃ κήρυγμα στὴν Ἐκκλησία, τὸ κήρυ­γμα δὲν πρέπει νά ᾽νε κολακεία· πρέπει νά ᾽νε σθεναρό, ῥιζοσπαστικό, ἀποτελεσματικό. Νὰ ἐ­λέγχῃ τοὺς πάντες· ὄχι μόνο τοὺς μικροὺς τοῦ ὄχλου, ἀλλὰ καὶ τοὺς μεγάλους ποὺ κατέχουν τὰ ὑψηλὰ ἀξιώματα. Ὑπάρχει σήμερα τέτοιο κήρυγμα; Δόξα τῷ Θεῷ ὑπάρχει, ἀδελφοί μου, παρ᾿ ὅλο ὅτι εἶνε σπάνιο.

 Δύο – τρία παραδείγματα ἀναφέρω.  
Στὴ Γερμανία ἦταν ὁ Χίτλερ. Αὐτὸς διέταξε, πάνω στὴν ἁγία τράπεζα, ἐκτὸς τοῦ Εὐαγγελίου, νὰ βάλουν τὸ βιβλίο του μὲ τίτλο «Ὁ ἀ­γών μου», ἕνα ἀθεϊστικὸ βιβλίο. 
Ὅλοι οἱ πάστορες ὑπέκυψαν, καὶ δίπλα στὸ Εὐαγγέλιο ἔ­βαλαν τὸ βιβλίο τοῦ Χίτλερ. 
Ἕνας μόνο, ποὺ ὑ­πῆρξε καὶ ἥρωας τοῦ πρώτου παγκοσμίου πολέμου, δὲν ὑπέκυψε καὶ δὲν πειθάρχησε. 
Συνελήφθη, ὡδηγήθη στὶς φυλακές. Ἐκεῖ τὸν ἐπισκέφθηκαν οἱ ἄλλοι πάστορες καὶ τοῦ εἶ­παν· «Πῶς εἶσαι μέσα; Ἐσὺ ὁ ἥρωας τῆς Γερμανίας, ὁ μορφωμένος, ὁ ἐκλεκτός, νὰ εἶσαι μέσ᾿ στὶς φυλακές!». Καὶ αὐτὸς τί ἀπήντησε· «Ἐσεῖς ἀπορεῖτε πῶς εἶμαι μέσα ἐγώ, κ᾿ ἐγὼ ἀπορῶ πῶς εἶστε ἔξω ἐσεῖς…». Σοφὰ λόγια, ἔ­λεγχος ὅλων τῶν δειλῶν ἱεροκηρύκων.

Στὴ Ῥουμανία, ὅταν ἔγινε ἡ ἐπανάστασι καὶ γκρέμισαν τὸ τρομερὸ καθεστώς, τότε ποὺ ὑ­πῆρχε πεῖνα καὶ δυστυχία ἄνευ προηγουμένου, ποιός ἄναψε τὴ φωτιά; Ἕνας Ῥουμᾶνος ἱερεύς! Αὐτός, θαρραλέος, ἔρριξε τὴ θρυαλλί­δα. Ἤλεγξε τὸν ἄρχοντα τῆς χώρας ὡς ἄλ­λος Πρόδρομος, καὶ συνελήφθη…  

Νὰ πᾶμε στὴ Ῥωσία; Ὅταν ὁ Στάλιν διέταξε νὰ παύσουν πλέον τὰ κηρύγματα, οἱ διδασκαλίες, τὰ πάντα, ἐκεῖ παρουσιάστηκαν ἥ­ρωες, ἐκ τῶν ὁποίων ἕνας ὑπῆρξε ἱερεὺς καὶ ἄλλοι μοναχοί, ἁπλοῖ καλόγεροι. Ἀλλὰ ὑπῆρ­χε καὶ ἕνας, ὁ Σολτζενίτσιν, ποὺ ἐκλόνισε ἐκ θεμελίων τὸ καθεστὼς μὲ τὰ γενναῖα κηρύ­γματά του. 
Ἔτσι τὰ Χριστούγεννα τοῦ 1989 ἔ­γινε τὸ θαῦμα. Ὕστερα ἀπὸ 75 χρόνια χτύπη­σε πάλι ἡ καμπάνα στὴ Μόσχα.
 Ὁ Χριστὸς δὲν πέθανε, ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς τοὺς αἰῶνας.  

Κ᾿ ἐγώ, ἀγαπητοί μου, ὁ γέρων ἐπίσκοπος –δὲν θέλω νὰ περιαυτολογήσω– ἐλάλησα τὰ πρέποντα, μικρὸς καὶ ἀσήμαντος μιμητὴς τοῦ ἁγίου Ἰωάννου καὶ τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησί­ας. 
Δὲν ἔπαυσα νὰ ἐλέγχω. Δὲν χτυπῶ τὸ καλάμι ὅταν εἶνε πεσμένο, τὸ θεωρῶ ἀνανδρία· τὸ χτυπῶ ὅταν εἶνε ὄρθιο. 
Ἤλεγξα καὶ κινδύνευσα, καὶ σώθηκα ἐκ θαύματος. Ζητῶ λοιπὸν καὶ ἀπὸ σᾶς, νὰ συμβάλλετε νὰ ἐφαρμόζεται ἀπὸ ὅλους τὸ Εὐαγγέλιο. Τότε ἡ μαρτυρική μας πατρίδα θὰ γίνῃ ἔθνος ἅ­γιο, ποὺ θὰ δοξάσῃ πάλι τὸ Χριστό· ὅν, παῖδες Ἑλ­λήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.


(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἰωάννου Πτολεμαΐδος τὴν 7-1-1990

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου