Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2016

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΧΡΕΩΚΟΠΙΑ ΤΟΥ 1893 Ο ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ 1897 Η ΕΠΙΒΟΛΗ ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΗΣ ΟΙΚΟΝOΜΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΜΕ ΤΟ ΣΗΜΕΡΑ

Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897:
Αναγνώριση της αυτονομίας της Κρήτης και περιορισμένες εδαφικές απώλειες της Ελλάδας

Ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897 ή, διαφορετικά, ο πόλεμος των τριάντα ημερών ή και Μαύρο '97 ή Ατυχής πόλεμος, ήταν ο πόλεμος που κήρυξε η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά του Βασιλείου της Ελλάδας το 1897, ως απόρροια της τότε έκβασης του Κρητικού προβλήματος, αρνούμενη η
πρώτη το δίκαιο αίτημα της διενέργειας δημοψηφίσματος στην Κρήτη προκειμένου ο ίδιος ο κρητικός λαός να δώσει λύση στο πρόβλημα.

Ο πόλεμος αυτός, αν μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι, με δεδομένο ότι δεν δόθηκε ποτέ διαταγή επίθεσης στο στρατόπεδο των Ελλήνων, "ακήρυχτος" όπως τον χαρακτήρισε η τότε ελληνική κυβέρνηση και η αντιπολίτευση, στην ουσία "οθωμανική εισβολή" κατέληξε σε ήττα της Ελλάδας και στην υποβολή της σε διεθνή οικονομικό έλεγχο ύστερα από απαίτηση της Γερμανίας .
 Εντούτοις η σημασία του υπήρξε τεράστια, όχι μόνο ως προς την εξέλιξη του Κρητικού ζητήματος που τελικά η Ελλάδα ήταν αυτή που δικαιώθηκε.
Στάθηκε η αιτία να παραμείνει η ελληνική κυβέρνηση σθεναρά ανυποχώρητη στην απόφασή της για ενίσχυση του στρατού μη φειδόμενη των όποιων οικονομικών συνεπειών, με δεδομένη την από τετραετίας (19 Δεκεμβρίου 1893), κήρυξη πτώχευσης του Χ. Τρικούπη, καθώς ακόμα και των απειλών των Μεγάλων Δυνάμεων περί επιβολής ναυτικών αποκλεισμών.

Το 1893 ο Χαρίλαος Τρικούπης κατά την τελευταία πρωθυπουργία του κήρυξε πτώχευση.
 Τότε επιβλήθηκε μερικός έλεγχος από τους πιστωτές, που ήταν τυπικός κι όχι ουσιαστικός χωρίς δυνατότητα ουσιαστικής παρέμβασης στα ελληνικά δημόσια οικονομικά. Το αποτέλεσμα αυτής της απόφασης ήταν η άμεση προετοιμασία και ανταπόκρισή της Ελλάδας στους Βαλκανικούς πολέμους που κατέληξαν τουλάχιστον για την ίδια νικηφόροι.
Παρά τη διακοίνωση των Μεγάλων Δυνάμεων ότι όποιος και αν θά είναι ο νικητής της επαπειλούμενης σύρραξης δεν θα του αναγνωριζόταν "κανένα εδαφικό όφελος" τελικά ο πόλεμος άρχισε στις 6 Απριλίου / 18 Απριλίου (ν.ημερολ) 1897 και έληξε με την παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, στις 7 Μαΐου / 19 Μαΐου (ν.ημερολ) "ανακωχή", αφού οι Τούρκοι είχαν καταλάβει τη Θεσσαλία.

Η ειρήνη υπογράφηκε στις 6 Σεπτεμβρίου / 18 Σεπτεμβρίου (ν. ημερολ.), σε προσωρινή συνθήκη μετά από πεντάμηνες διαπραγματεύσεις των Μεγάλων Δυνάμεων με το Οθωμανικό κράτος (την Υψηλή Πύλη).
 Η τελική συνθήκη υπογράφηκε στις 22 Νοεμβρίου / 4 Δεκεμβρίου (ν.ημερολ) 1897 όπου και ακολούθησε η εκκένωση της Θεσσαλίας από τους Τούρκους και δέκα μήνες μετά η αυτονόμηση της Κρήτης με Ύπατο Αρμοστή τον Πρίγκιπα Γεώργιο (Ελλάδας και Δανίας).
Ο πόλεμος του 1897 απετέλεσε την πρώτη πολεμική εμπλοκή της Ελλάδας 67 χρόνια μετά από την απόκτηση της ανεξαρτησίας της, κατά την οποία και δοκιμάσθηκε σε εκστρατεία τόσο ο τότε πολεμικός μηχανισμός της όσο και το πολεμικό δυναμικό της, με ότι ατέλειες και αδυναμίες παρουσίαζε.
Η οθωμανική κυβέρνηση είχε αναγνωρίσει με τη Συνθήκη του Βερολίνου (1878) την υποχρέωσή της να εφαρμόσει στην Κρήτη τον οργανικό κανονισμό του 1868, με τις προσδιοριζόμενες μεταρρυθμίσεις (κατά τη Σύμβαση της Χαλέπας).

Οι διορισθέντες όμως υπό του Σουλτάνου γενικοί διοικητές της Κρήτης παραβίαζαν την συμφωνία εκείνη, είτε αυτοβούλως, είτε υπό την πίεση του οθωμανικού πληθυσμού της νήσου με αποτέλεσμα να προκύψει μια σειρά από επαναστάσεις όπως η Κρητική επανάσταση του 1885, η επανάσταση του 1888 καθώς και εκείνη του 1889.

Το 1894 διοικητής Κρήτης, διορίσθηκε ο τέως ηγεμόνας της Σάμου, ο Αλέξανδρος Καραθεοδωρής, που πράγματι επέδειξε ιδιαίτερο ζήλο για την εφαρμογή των φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων (Χαλέπας) αλλά δυστυχώς όμως συνάντησε την έντονη αντίδραση των Οθωμανών της νήσου. Των αντιδράσεων εκείνων ακολούθησαν ταραχές που κατέληξαν σε σοβαρή ρήξη μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων με αποτέλεσμα, ένα μόλις χρόνο μετά, να ξεσπάσει η νέα Κρητική Επανάσταση (1895-1898) και ο Καραθεοδώρης να παραιτηθεί (Δεκέμβριος 1895).

Παράλληλα τον Ιούλιο του ίδιου έτους οι διαπραγματεύσεις της ελληνικής κυβέρνησης με τους Ευρωπαίους κατόχους ομολόγων του ελληνικού κράτους είχαν οδηγηθεί σε αδιέξοδο. Ειδικότερα στις 28 Ιουλίου του 1894 ο Γερμανός πρέσβης στην Αθήνα ειδοποίησε την ελληνική κυβέρνηση ότι η μη ικανοποίηση των κατόχων ομολόγων ίσως να οδηγούσε στη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων της δύο χωρών.
Το θέμα αυτό εξηγεί και την έντονη στη συνέχεια ανθελληνική στάση εκ μέρους του Κάιζερ Γουλιέλμου Β΄ στην έκβαση του πολέμου.
Από τον Δεκέμβριο του 1895 τουρκικές ενισχύσεις άρχισαν να φθάνουν και να αποβιβάζονται στη Κρήτη ενώ παράλληλα ανεξάρτητες ελληνικές ομάδες εθελοντών από την Ελλάδα άρχισαν να καταφθάνουν προς ενίσχυση των Κρητών επαναστατών, ειδικότερα μετά την πολιορκία του Βάμου και των σφαγών των Χριστιανών των Χανίων που ακολούθησαν ως αντίποινα (Μάιος 1896).

Τον ίδιο καιρό άρχισαν και να καταπλέουν στα ύδατα της Κρήτης πολεμικά πλοία των Μεγάλων Δυνάμεων, με αποτέλεσμα μέρα με τη μέρα η ένταση να εντείνεται.
Με την επέμβαση όμως αυτή των Μεγάλων Δυνάμεων τελικά ο Σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ παραχώρησε τις ζητούμενες εγγυήσεις για την εφαρμογή των συμφωνηθεισών μεταρρυθμίσεων και προσωρινά φάνηκε να έχει αποκατασταθεί η ηρεμία.
Όμως οι Τούρκοι της νήσου δεν φαίνονταν και τόσο ικανοποιημένοι βλέποντας ότι με τις μεταρρυθμίσεις που είχαν επιβληθεί ουσιαστικά η διοίκηση της Κρήτης παραδινόταν στους Έλληνες.

Έτσι από τον Ιανουάριο του 1897 ο ερεθισμός αυτός μεταξύ των δύο εντοπίων λαών έφθασε σε μεγάλη ένταση. Δολοφονίες, εμπρησμοί χωριών, φονικές συμπλοκές ξέσπασαν διαδοχικά στις πόλεις και τα χωριά προκαλούμενες από τους Τούρκους, αποδεδειγμένα συμπράττοντας σ΄ αυτά και ο εκεί υφιστάμενος οθωμανικός στρατός.
Στις 2 Φεβρουαρίου 1897 ο πρόξενος της Γαλλίας στα Χανιά τηλεγραφούσε στην Κυβέρνησή του:
Χθές η πάλη διήρκεσεν όλην την ημέραν και ως λέγεται τα θύματα είναι πολυάριθμα. Οι Χριστιανοί προσδραμόντες αθρόως εκ του εσωτερικού απέκλεισαν τα Χανιά.

Κατέχω αποδείξεις ότι η σύγχρονος αυτή εξέγερσις των Μωαμεθανών εν Ηρακλείω, Ρεθύμνω και Χανίοις είναι αποτέλεσμα οδηγιών εκ Κωνσταντινουπόλεως προς πρόκλησιν ταραχών, όπως παρακωλυθή η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων.
Είναι άξιο προσοχής το ότι στο τηλεγράφημα οι Κρήτες διακρίνονται σε Χριστιανούς και Μουσουλμάνους και όχι με εθνικά ονόματα λαών.
Πράγματι οι ταραχές εκείνες έλαβαν μεγάλη έκταση. Οι Τούρκοι έκαψαν την ελληνική συνοικία των Χανίων, ενώ μέγα μέρος του ελληνικού πληθυσμού της πόλης κατέφυγε στα πολεμικά πλοία των Μ. Δυνάμεων. Τότε ακριβώς οι Έλληνες της Κρήτης κήρυξαν νέα επανάσταση ζητώντας πλέον την ένωση με την Ελλάδα καθόσον αγήματα πεζοναυτών από τα ξένα πολεμικά πλοία αποβιβάστηκαν στα Χανιά.
Την εποχή εκείνη στα πολιτικά πράγματα της χώρας ήταν η Κυβέρνηση Θεοδώρου Δηλιγιάννη που είχε διαδεχθεί την Κυβέρνηση του Νικόλαου Δεληγιάννη στις 31 Μαΐου του 1895.

Ο Πρωθυπουργός Θεόδωρος Δηλιγιάννης καθώς και οι υπουργοί του Αλέξανδρος Σκουζές (υπουργός εξωτερικών) και Νικόλαος Γ. Μεταξάς (υπουργός Στρατιωτικών)δέχονταν τους μύδρους της παράφορης δημαγωγικής ρητορείας του αρχηγού της τότε αντιπολίτευσης Δημητρίου Ράλλη, ειδικά επί του κρητικού ζητήματος που είχε λάβει πλέον διάσταση επανάστασης, ότι ο Πρωθυπουργός ήτσν ανίκανος να χειριστεί «εθνικά ζητήματα».

Έφθασε μάλιστα, ο Δ. Ράλλης, στο σημείο ν΄απειλεί επανάσταση, ακόμη και με κίνδυνο εμφυλίου, δηλώνοντας κατά την συνεδρίαση της Βουλής στις 21 Ιανουαρίου 1897:
Εάν η μοίρα κατεδίκασε την Ελλάδα να υποστή εκ νέου την πολιτική της κυβερνήσως του Θ. Δηλιγιάννη, οίαν υπέστη κατά το παρελθόν, ήθελον τεθή επικεφαλής όπως υψώσω την σημαίαν της επαναστάσεως κατά του καθεστώτος το οποίον εις ουδέν έτερο συντελεί ή να ζημιοί τα εθνικά συμφέροντα.
Συνέπεια των λόγων αυτών ήταν οι επαναλαμβανόμενες οχλαγωγικές συγκεντρώσεις στους δρόμους της Αθήνας που επακολούθησαν. Οι κατηγορίες δε που διαδίδονταν κατά της Κυβέρνησης και του Βασιλιά δεν είχαν προηγούμενο.

Ανεύθυνοι εθνοσωτήρες άρχισαν να διαδίδουν και να ενσπείρουν σύγχυση και υποψίες ότι Κυβέρνηση και Βασιλιάς ακολουθούσαν πολιτική υποτέλειας στην Αγγλία, αφού η Ελλάδα δεν επιθυμούσε στη πράξη ν΄ αναλάβει καμία άμεση αλλά και αποτελεσματική ενέργεια υπέρ του Κρητικού αγώνα.
Ένα επίσης περίεργο τότε σωματείο που είχε δημιουργηθεί και σε πολύ σύντομο διάστημα είχε καταστεί πανίσχυρ,ο η διαβόητη Εθνική Εταιρεία, με πολυάριθμους οπαδούς στο στρατό, στον πνευματικό χώρο, στο δικαστικό σώμα και στις εφημερίδες άρχισε να επηρεάζει τα δρώμενα.

Είχε δε αυτή αποκτήσει τόση δύναμη ώστε να επηρεάζει ακόμα και τον στρατό και μάλιστα με την αξίωση να ρυθμίζει αυτή την εσωτερική και εξωτερική πολιτική της χώρας με απώτερο σκοπό τον πόλεμο με την Οθωμανική αυτοκρατορία.
Εμπρός στην αναγκαιότητα της συσπείρωσης του λαού εκείνες τις ώρες, ούτε ο Βασιλιάς αλλά ούτε και η Κυβέρνηση ήλθαν σε σύγκρουση με τις τόσο αντιδραστικές εκείνες δυνάμεις, ικανές να διεγείρουν ακόμη και τον όλεθρο του εμφυλίου και των οποίων ο βαθμός διείσδυσης στον κρατικό μηχανισμό ήταν άγνωστος.

Όμως τρεις ημέρες μετά την εκρηκτική δήλωση του Δ. Ράλλη και μέσα σε κλίμα λαϊκής έξαψης, μόλις έφθασαν οι πρώτες ειδήσεις περί σφαγών και εμπρησμών στη Κρήτη, (Σφαγή των Χανίων (1897)) αμέσως συνήλθε συμβούλιο και αποφασίσθηκε στο όνομα του δικαίου της άμυνας και της οφειλόμενης προστασίας, η αποστολή μοίρας ελληνικών πολεμικών πλοίων στη Κρήτη υπό την αρχηγία του δευτερότοκου Πρίγκιπα Γεωργίου με την εντολή της παρεμπόδισης κάθε περαιτέρω αποβίβασης τουρκικών δυνάμεων στη μεγαλόνησο.
Στις 25 Ιανουαρίου (νέο ημερολόγιο) απέπλευσαν τα πρώτα τορπιλλοβόλα, στις 27 Ιανουαρίου το σχεδόν νεότευκτο θωρηκτόΎδρα με διοικητή της θωρηκτής μοίρας τον ναύαρχο Αρ. Ράινεκ, ακολουθούμενο από τα Μύκαλη και Πηνειός ενώ στις 29 Ιανουαρίου ακολούθησν το τορπιλοβόλο Ιωνία με γενικό Διοικητή της τορπιλοβόλου μοίρας τον Πρίγκιπα Γεώργιο μαζί με άλλα μεταγωγικά.

Με αυτή την ενέργεια η Ελλάδα προσπαθούσε να δημιουργήσει τετελεσμένο γεγονός για την επίτευξη της ένωσης. Οι σκοποί αυτοί της Ελλάδας έγιναν φανεροί με τη διακοίνωση που επέδωσε στους διπλωματικούς εκπροσώπους της στο εξωτερικό, μετά από τις εξηγήσεις που ζήτησαν οι πρεσβευτές των Μεγάλων δυνάμεων στην Αθήνα.
Όμως και η απόφαση αυτή δεν στάθηκε ικανή τουλάχιστον να περιορίσει τους ρήτορες των οχλαγωγικών εκδηλώσεων αλλά και ούτε να ικανοποιήσει την αντιπολίτευση που κατηγορούσε τώρα την Κυβέρνηση πως δεν είχε διατάξει τον στόλο να βομβαρδίσει τις παράλιες τουρκικές συνοικίες της Κρήτης. Έτσι η πίεση για αποστολή στρατού άρχισε να φουντώνει.

O Πρωθυπουργός Δηλιγιάννης υπέκυψε και ζήτησε επίσημα από τον Βασιλέα Γεώργιο την αποστολή εκστρατευτικού σώματος, παρόλο ότι αυτό ισοδυναμούσε με πρόκληση πολέμου. Ο Βασιλεύς Γεώργιος αντιστάθηκε στο αίτημα αυτό χαρακτηρίζοντας μια τέτοια επιχείρηση στρατού άνευ διεθνούς κάλυψης ως "ληστοπραξία".
Ο Δηλιγιάννης όμως, φοβούμενος λαϊκή εξέγερση σε περίπτωση ματαίωσης της αποστολής, επέμεινε και τελικά αποφασίσθηκε η αποστολή μικτού αποσπάσματος από δύο τάγματα πεζικού, ένα λόχο ευζώνων, ένα τάγμα μηχανικού και μια ορειβατική πυροβολαρχία υπό την διοίκηση του συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσου.

Σκοπός του αποσπάσματος ήταν να προβεί σε κατοχή του νησιού, δημιουργώντας έτσι τετελεσμένο γεγονός για την ένωση με την Ελλάδα, για να προλάβει τη σχεδιαζόμενη διεθνή κατοχή και αυτονόμηση της Κρήτης.
Στις 7 Φεβρουαρίου άρχισε την επίθεσή του κατά του πύργου των Βουκολιών και την επόμενη κατάφερε περίλαμπρη νίκη.
Το μικτό ελληνικο απόσπασμα στάλθηκε στις 1 Φεβρουαρίου με το Αλφειός και το επίτακτο Ιωνία. Την ίδια όμως μέρα που απέπλεε το τορπιλλοβόλο με τον Πρίγκιπα Γεώργιο και η δύναμη του μικτού αποβατικού σώματος από 1.200 αξιωματικούς και οπλίτες υπό τον Βάσσο μέσα σε φρενήρεις και ενθουσιώδεις επευφημίες του λαού που είχε συρρεύσει στον Πειραιά, οι στόλοι της Γαλλίας (υπό τον ναύαρχο Ποτιέ), Αγγλίας (υπό τον ναύαρχο Χάρρις), Ρωσίας (υπό τον ναύαρχο Άντριεφ), Αυστρίας (υπό τον ναύαρχο Μπραχ), και Ιταλίας (υπό τον ναύαρχο Κανεβάρο), είχαν καταπλεύσει στη Κρήτη.

Αποβίβασαν αγήματα στα Χανιά, 50 - 100 ανδρών ανά εθνικότητα, υπό Ιταλό Πλοίαρχο διοικητή αποβατικών δυνάμεων, θέτοντας έτσι την Κρήτη, και με την συγκατάθεση της Τουρκίας, υπό την προστασία τους και απαγορεύοντας κάθε περαιτέρω τουρκική απόβαση.

Αμέσως μετά οι σημαίες των παραπάνω Μ. Δυνάμεων υψώθηκαν παράπλευρα της Τουρκικής στο φρούριο των Χανίων. Έτσι όταν έφθασε το ελληνικό μικτό απόσπασμα του Βάσσου, υπό τις συνθήκες αυτές αναγκάσθηκε εκ των πραγμάτων ν΄ αποβιβασθεί στη θέση Κολυμπάρι (24 χλμ. δυτικά των Χανίων).
Την επομένη (2 Φεβρουαρίου) ο συνταγματάρχης Βάσσος από την Μονή Γωνιές (Β. του Κολυμπάριου) εξέδωσε, εν ονόματι του Βασιλιά των Ελλήνων, προκήρυξη προς τον Κρητικό λαό με την οποία και ανήγγειλε την κατάληψη της Κρήτης.

Και ενώ ο Βάσσος αποφάσισε την επομένη, σε συνεργασία και με τον ναύαρχο Ράινεκ την κατάληψη των Χανίων ακολουθώντας παραλιακή οδό, τον συνάντησε ένστολος αξιωματικός της διεθνούς χωροφυλακής και του επέδωσε μήνυμα – εντολή του τοποτηρητή ότι αφενός η Κρήτη έχει τεθεί υπό την προστασία των 5 Μεγάλων Δυνάμεων, αφετέρου ο ελληνικός στόλος που έχει καταπλεύσει έπρεπε να απέχει από κάθε πολεμική επιχείρηση, το δε μικτό απόσπασμα να παρέμενε εκεί που βρισκόταν χωρίς καμία περαιτέρω ενέργεια.
Παρά την παραπάνω όμως διακοίνωση, ακολούθησε στις 7 Φεβρουαρίου η μάχη των Βουκολιών και την επόμενη μάχη των Λειβαδιών όπου το ελληνικό στράτευμα πέτυχε σημαντική νίκη σε βάρος 4.000 Τουρκοκρητών και τακτικού οθωμανικού στρατού. Ενοχλημένοι όμως οι ναύαρχοι των Μεγάλων Δυνάμεων απαγόρευσαν κάθε παραπέρα κίνηση και πολεμική ενέργεια του ελληνικού μικτού σώματος. Το μικρό ελληνικό εκστρατευτικό σώμα ανακλήθηκε το Μάρτιο και ενσωματώθηκε στη δύναμη της Θεσσαλίας.

Στις 18 Φεβρουαρίου / 2 Μαρτίου 1897, οι παραπάνω Μ. Δυνάμεις επέδωσαν στην ελληνική κυβέρνηση διακοίνωση με την οποία κατέστησαν γνωστή την απόφασή τους να παραχωρήσουν στη Κρήτη καθεστώς αυτονομίας υπό την υψηλή κυριαρχία του Σουλτάνου, αφού απέκλεισαν την ένωσή της με την Ελλάδα.

Για να τεθούν οι προϋποθέσεις της αυτονομίας (της οποίας οι λεπτομέρειες δεν είχαν συμφωνηθεί ακόμη), έθεταν προθεσμία 6 ημερών προκειμένου η Ελλάδα να ανακαλέσει το εκστρατευτικό της σώμα από την Κρήτη, ενώ τα τουρκικά στρατεύματα θα μειώνονταν και θα περιορίζονταν στα φρούρια.
Η Υψηλή Πύλη συμφώνησε προς την λύση αυτή, η ελληνική κυβέρνηση όμως την απέρριψε. Στη φάση αυτή η ελληνική κυβέρνηση, κάτω από την πίεση της αντιπολίτευσης και της εκτεταμένης δράσης της Εθνικής Εταιρείας που υποκινούσαν οχλοκρατικές εκδηλώσεις στους δρόμους της Αθήνας αλληλοκατηγορούμενοι οι πάντες για «εσχάτη προδοσία», αν η Κρήτη αυτονομούνταν, αντέκρουσε τη διακοίνωση ζητώντας τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος των Κρητών, προκειμένου οι ίδιοι ν΄ αποφασίσουν.

Όμως οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν συναινούσαν στον τρόπο που εννοούσε η Ελλάδα την αυτονομία. Η Αγγλία και η Ιταλία ήταν πιο δεκτικές σε αυτονομία υπό τον πρίγκηπα Γεώργιο της Ελλάδας αλλά η Γερμανία, που επιθυμούσε την ανατροπή του βασιλιά της Ελλάδας ως αγγλόφιλου και την αντικατάστασή του με τον γερμανόφιλο Διάδοχο Κωνσταντίνο, ήταν βασικός ενάντιος κάθε συμβιβασμού. Μαζί της συμπαρατάσσονταν η Ρωσία και η Αυστρία.
Μετά την άρνηση της Ελλάδας να συμμορφωθεί στην απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων περί αυτονομίας της Κρήτης , ήταν ολοφάνερο πως, απομονωμένη από κάθε διεθνή υποστήριξη και με τις Μεγάλες Δυνάμεις να μη της επιτρέπουν να έρθει σε συνεννόηση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, προχωρούσε προς τον πόλεμο.

Το ίδιο συνέβαινε και στην αντίπαλη πλευρά, όπου ο Σουλτάνος ήταν δέσμιος των πολεμοχαρών υπουργών και στρατιωτικών του.
 Τελικά, η Οθωμανική κυβέρνηση αποφάσισε τον πόλεμο κατά της Ελλάδας, αφού όμως της δόθηκε αφορμή με την εισβολή των ατάκτων στη Μακεδονία.
Ο ελληνικός στρατός την εποχή εκείνη δεν ήταν σε επαρκή κατάσταση ετοιμότητας. Η σχετική φράση του πρωθυπουργού Χαριλάου Τρικούπη, στη Βουλή πριν λίγα χρόνια, ανταποκρινόταν όχι μόνο σε μεγάλο βαθμό στην αλήθεια, αλλά και σε μια περίτρανη και ταυτόχρονα κυνική ομολογία ότι τίποτε δεν είχε πράξει και εκείνος ως πολιτικός υπεύθυνος περί αυτού στις δύο προηγούμενες περιόδους της πρωθυπουργίας του.

Οι αξιωματικοί του πεζικού, εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων, ήταν εντελώς αμαθείς και ανίκανοι, όπως και αυτοί του ιππικού. Σε κάπως καλύτερη κατάσταση βρίσκονταν οι αξιωματικοί του πυροβολικού και του μηχανικού, έχοντας τουλάχιστον θεωρητική μόρφωση αλλά με σημαντικό πρόβλημα στην πρακτική εκπαίδευση (πολλοί πυροβολητές δεν είχαν ρίξει, πριν τον πόλεμο, ούτε μια βολή).

Ακόμη και ο οπλισμός του στρατού υστερούσε, έχοντας ως βασικό όπλο τον γκρα (αργό οπισθογεμές τουφέκι), με φυσίγγια του 1886 ή και παλιότερων εποχών.
Βέβαια το γεγονός αυτό το γνώριζε πολύ καλύτερα και ο ίδιος ο Βασιλεύς Γεώργιος ο Α΄ όταν επιστρέφοντας το προηγούμενο Καλοκαίρι, (του 1896), από την Ευρώπη δημοσίευσε σε ΦΕΚ μια επιστολή - εντολή προς τον πρωθυπουργό Θ. Δηληγιάννη, (22 Νοεμβρίου 1896), για πρόσκληση εφεδρειών στο στρατό προκειμένου η αξιόμαχη δύναμη αυτού να συμπληρώνει τους 10 έως 12.000 άνδρες, την δημιουργία μεγάλου στρατοπέδου μεταγωγών καθώς και εκτελέσεις γυμνασίων των κυριοτέρων σχηματισμών.

Η ιστορική αυτή αδιαβάθμητη και επίσημα δημοσιευθείσα επιστολή που καλούσε σε επείγουσα στρατιωτική ανασύνταξη, ουσιαστικά αποτελούσε αφενός μεν ευθεία βολή κατά της επιδειχθείσης σχετικής αναλγησίας των τελευταίων κυβερνήσεων και αφετέρου εξυπηρετούσε κάποιους διπλωματικούς εξωτερικούς στόχους, με συνέπεια να προκαλέσει ιδιαίτερη εντύπωση.
Αντίθετα οι Οθωμανοί ήταν εξοπλισμένοι με επαναληπτικά τουφέκια τύπου μάουζερ, ενώ το βεληνεκές των πυροβόλων τους ήταν αρκετά μεγαλύτερο από αυτό των ελληνικών. Μόνο στο ναυτικό ήταν αδιαμφισβήτητη η ελληνική υπεροχή,  εξ ου και δεν εμφανίσθηκε πουθενά ο οθωμανικός στόλος παρότι διέθετε και θωρηκτά πλοία.

Ο οθωμανικός στρατός ήταν σε σαφώς καλύτερη κατάσταση. Διέθετε όχι μόνο αριθμητική υπεροχή και καλύτερο οπλισμό αλλά και καλύτερη εκπαίδευση στελεχών από Γερμανούς αξιωματικούς. Είναι χαρακτηριστικό πως αν η οθωμανική στρατιωτική διοίκηση δεν έκανε σειρά τακτικών σφαλμάτων, ειδικά κατά τη μάχη των Φαρσάλων, θα είχε επιτύχει την εκμηδένιση του ελληνικού στρατού.
Στις 18 Φεβρουαρίου, τη μέρα της απόρριψης από την Ελλάδα της διακοίνωσης των Συμμάχων για την αυτονομία της Κρήτης, κηρύχθηκε επίσημα γενική επιστράτευση (που όμως είχε ξεκινήσει αθόρυβα τρεις μέρες πριν), με πολλές ατέλειες, κατά την οποία κλήθηκαν τελικά 10 κλάσεις εφέδρων.

Η τουρκική επιστράτευση είχε ξεκινήσει και εκείνη νωρίτερα, ακανόνιστα όμως και πολύ πιο πρόχειρα, ενώ η έλλειψη οικονομικών μέσων επαύξανε την αταξία επιστράτευσης των Τούρκων. Την εποχή εκείνη Μέγας Βεζίρης ήταν ο Χαλίλ Ριφάτ Πασάς και Υπουργός Πολέμου ο Μεχμέτ Ριζά Πασάς.
Τη νύκτα της 16ης προς 17η του μηνός, η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατηγόρησε την Ελλάδα για κατάληψη υψωμάτων στις περιοχές Ανάληψη και Παδίκα. Το πρωί δε της επομένης, δηλαδή στις 17 Απριλίου (ν.η.) το Σουλτανικό υπουργικό συμβούλιο και ο Σουλτάνος αποφάσισαν τελικά να διατάξουν τις μεσημβρινές ώρες τον οθωμανικό στρατό ν΄ απωθήσει τις τελευταίες καταλήψεις των Ελλήνων και να περάσει στην επίθεση.

Το ίδιο βράδυ κλήθηκε ο Έλληνας πρεσβευτής στη Κωνσταντινούπολη Ν. Μαυροκορδάτος από τον υπουργό Εξωτερικών, τον Τουρχάν Πασά, πρώην Βαλή της Κρήτης, ο οποίος επιστρέφοντας το διαβατήριό του του επέδωσε διακοίνωση διακοπής των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών "ένεκα αρξαμένων υπό της Ελλάδος εχθροπραξιών κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας".

Την επομένη, στις 6 / 18 Απριλίου, ανημέρα της Κυριακής των Βαΐων (1897), στις 10.30 το πρωί, ο Τούρκος πρέσβης στην Αθήνα Ασήμ Μπέης επέδωσε στον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών Α. Σκουζέ τη ρηματική διακοίνωση περί διακοπής των διπλωματικών σχέσεων.
Στο Μάτι οι Έλληνες είχαν οχυρωθεί καλύπτοντας τον δρόμο για τον Τύρναβο. Εδώ έγιναν σκληρές μάχες στις 21 και 22 με τους Έλληνες να προσπαθούν να υπερκεράσουν το τουρκικό δεξί πλευρό. Αυτό δεν έγινε δυνατό αλλά στις 23 το αριστερό των Οθωμανών έκανε νέα προέλαση και όταν όλες οι οθωμανικές δυνάμεις μπόρεσαν να ευθυγραμμιστούν πίεσαν τις ελληνικές πτέρυγες.

Το απόγευμα το ελληνικό στρατηγείο διέταξε υποχώρηση προκαλώντας πανικό. Οι Έλληνες στρατιώτες εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και άτακτα υποχώρησαν περνώντας την Λάρισα η οποία και εκκενώθηκε. Η πόλη καταλήφθηκε τελικά στις 27 του μήνα αφού οι οθωμανικές δυνάμεις δεν καταδίωξαν τις ελληνικές αλλά προχώρησαν αργά.
Κοντά στα Φάρσαλα ο Ελληνικός στρατός επανήλθε σε τάξη και σχημάτισε νέα γραμμή, σχεδιάζοντας αντεπίθεση, όμως το ηθικό των στρατιωτών είχε πέσει. Είχαν περάσει άλλωστε πίσω από τις στρατηγικές θέσεις της Λάρισας και του Βελεστίνου.

Τελικά στάλθηκε σιδηροδρομικώς μια μεραρχία στο Βελεστίνο, αλλά έτσι οι ήδη κατώτερες ελληνικές δυνάμεις διαιρέθηκαν σε δύο κομμάτια με απόσταση 60 χιλιομέτρων ανάμεσά τους. Στις 27 Απριλίου, μια τουρκική αναγνωριστική δύναμη αναχαιτίστηκε στο Βελεστίνο και έγιναν μάχες στις 29 και 30 με τους Έλληνες να κρατούν υπό τις διαταγές του Συνταγματάρχη Πυροβολικού Σμολένσκη.
Οι Οθωμανοί εν τω μεταξύ έκαναν ετοιμασίες και στις 5 Μαΐου επιτέθηκαν στα Φάρσαλα (Μάχη Φαρσάλων) με τρεις μεραρχίες απωθώντας τις ελληνικές δυνάμεις από τις θέσεις που είχαν πάρει μπροστά από την πόλη. Οι μάχες συνεχίστηκαν μέχρι το βράδυ και ο ελληνικός στρατός συμπτύχθηκε με σχετική τάξη στον Δομοκό.

Το Βελεστίνο εγκαταλείφθηκε από τις δυνάμεις του Σμολένσκη, οι οποίες συμπτύχθηκαν στον Αλμυρό μόλις ολοκληρώθηκε με ασφάλεια η ανασύνταξη στον Δομοκό. Οι Έλληνες είχαν τον χρόνο να οχυρωθούν μέχρι τη νέα επίθεση στον Δομοκό από τον Εντέμ Πασά στις 17 Μαΐου, με τρία σημεία κρούσης.

Το δεξί αναχαιτίστηκε από το απόσπασμα τού Τερτίπη καί την Λεγεώνα των Φιλελλήνων και τούς Γαριβαλδινούς (συνολικά 3.060 ξένοι, εκ των οποίων 2.783 Ιταλοί, ανάμεσα τους οι Νικόλα Μπαρμπάτο, Ριτσιότι Γκαριμπάλντι -γιος του πασίγνωστου Τζουζέπε Γκαριμπάλντι- ο Αντόνιο Φράττι, ο οποίος σκοτώθηκε σε αυτή τη μάχη, Φερρούτσιο Τολομέϊ και Τζουζέππε Εβανγκελίστι, Αμιλκάρε Τσιπριάνι ).

Το κέντρο υπέστη σοβαρές απώλειες. Το αριστερό όμως προέλασε μέχρι τις ελληνικές γραμμές, οπότε και αυτή η τοποθεσία εγκαταλείφθηκε την νύχτα, όπως και η Φούρκα την επόμενη. Ο Σμολένσκη έφτασε στις 18 του μήνα από τον Αλμυρό και διατάχτηκε να κρατήσει το πέρασμα στις Θερμοπύλες.

Δεν χρειάστηκε να πολεμήσουν όμως, αφού ο Σουλτάνος διέταξε παύση πυρός στις 20 Μαΐου μετά από προτροπή του Ρώσου Τσάρου.
Στην Ήπειρο υπήρχαν 15.000 Έλληνες στρατιώτες συμπεριλαμβανομένων ενός συντάγματος ιππικού και πέντε πυροβολαρχίες υπό την διοίκηση του Συνταγματάρχη Θρασύβουλου Μάνου έναντι 28.000 Οθωμανών με 48 πυροβόλα υπό τις διαταγές του Αχμέτ Χιφσί Πασά.

Οι ελληνικές δυνάμεις είχαν σχηματίσει γραμμή άμυνας από την Άρτα στο Πέτα, ενώ οι Οθωμανοί βρίσκονταν στην περιοχή των Ιωαννίνων, στα Πέντε Πηγάδια και μπροστά από την Άρτα. Στις 18 Απριλίου οι Οθωμανοί ξεκίνησαν βομβαρδισμό της Άρτας αλλά δεν μπόρεσαν να πάρουν την γέφυρα. Υποχώρησαν και οχυρώθηκαν στην Φιλιππιάδα η οποία καταλήφθηκε στις 23 από τον Συν/χη Μάνο.

Οι Έλληνες συνέχισαν μέχρι τα Πέντε Πηγάδια όπου μετά από αψιμαχίες στις 27 και νέες επιθέσεις στις 28 και 29 δεν μπόρεσαν να κάνουν κάτι αφού δεν έρχονταν ενισχύσεις. Στις 12 Μαΐου έγινε νέα Ελληνική επίθεση ενώ Ηπειρώτες εθελοντές προσπάθησαν να αποκόψουν την τουρκική φρουρά στην Πρέβεζα.

Το ελληνικό κέντρο επιτέθηκε στις 13 κοντά στην Στρεβίνα με σκοπό να καταλάβει και να κρατήσει μια αμυντική θέση, πράγμα που κατάφερε την επόμενη με ενισχύσεις από την αριστερή πτέρυγα. Τελικά όμως οπισθοχώρησαν στις 15 Μαΐου.
Τελικά με τη μεσολάβηση των ευρωπαϊκών δυνάμεων και της Ρωσίας, στις 20 Σεπτεμβρίου υπογράφηκε ειρήνη. Η Ελλάδα αναγκάστηκε να πληρώσει ένα μεγάλο ποσό σαν πολεμικές αποζημιώσεις, καθώς και να δώσει ένα μικρό κομμάτι της Θεσσαλίας στην Τουρκία.

Η ελληνική κυβέρνηση του Δ. Ράλλη για να πληρώσει το ποσό αυτό υποχρεώθηκε να παραχωρήσει στην Επιτροπή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου (Τον έλεγχο εκτελούσε μια εξαμελή επιτροπή, η Διεθνής Οικονομική Επιτροπή μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα από το 1897 μέχρι το 1978, για 81 χρόνια.) όλες τις θεωρούμενες επαρκείς προσόδους για αποζημίωση.

Για την εξόφληση του δημόσιου χρέους εκχωρήθηκαν στην ΕΔΟΕ τα μονοπώλια άλατος, πετρελαίου, σπίρτων, παιγνιοχάρτων, τσιγαρόχαρτου, ναξίας σμύριδος, ο φόρος κατανάλωσης καπνού, τα τέλη χαρτοσήμου και οι δασμοί του τελωνείου Πειραιώς.

Η συνθηκολόγηση αυτή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ταπεινωτική για τους Έλληνες και το ελληνικό έθνος, αφού έχασαν προσωρινά (μέχρι το 1908) ορισμένες από τις ελευθερίες για τις οποίες αγωνίστηκαν κατά τη διάρκεια της Επανάστασης.
Και στις μέρες μας η χώρα μας, όπως το 1893 έχει «κηρύξει κατάσταση σχεδόν πτώχευσης (μνημόνια ως τώρα με αναμονή ίσως και επίσημης χρεοκοπίας)», βρίσκεται σε κατάσταση αναταραχής λόγω απογοήτευσης του λαού από μία εξαιρετικά λαϊκίστικη κυβέρνηση του σημερινού πρωθυπουργού Τσίπρα, που όπως και ο λαϊκιστής Δηλιγιάννης τότε, έχει τάξει στον λαό περικοπές φόρων, αυξήσεις μισθών, έξοδο από τα μνημόνια και άλλα πολλά, τα οποία όχι μόνο δεν έπραξε, αλλά υπέγραψε, αλλά υπέγραψε και νέο μνημόνιο για την χώρα με την τρόικα (που πήρε υπό τον έλεγχο της το κράτος όπως η  Διεθνή Οικονομική Επιτροπή τότε).

Επίσης και σήμερα, όπως και το 1897, η Γερμανία υπό έναν «νέο Κάιζερ», την Μέρκελ, είναι εχθρική απέναντι στην Ελλάδα και τις απαιτήσεις για οικονομική ελάφρυνση και βοήθεια, λόγω και πάλι των αρχικά αρνητικών διαπραγματεύσεων της ελληνικής κυβέρνησης με τους Ευρωπαίους κατόχους ομολόγων του ελληνικού κράτους.
Επειδή όμως η Γερμανία δεν μπορεί να είναι απόλυτα βέβαιη για την ικανότητα του Τσίπρα να μπορέσει να αναγκάσει τον Ελληνικό πληθυσμό να αποδεχτεί το μνημόνιο και την καταστροφή του, μπορεί (και σχεδιάζει) όπως ακριβώς έπραξε και ο Κάιζερ Γουλιέλμος Β’ της Γερμανίας τότε, να υποκινήσει τους Τούρκους να επιτεθούν στην Ελλάδα όταν αυτή θα είναι αδύναμη (λόγω και των περικοπών στην άμυνα λόγω μνημονίου).

Σκοπό έχουν να την νικήσουν, να την ταπεινώσουν και να την αναγκάσουν να δεχθεί θέμα συνεκμετάλλευσης του Αιγαίου (μία κατάσταση που βολεύει και την ίδια την Τουρκία ιδίως μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15 Ιουλίου 2016 στην χώρα αυτή μιας και θα δώσει στον Ερντογάν την ευκαιρία να δοκιμάσει εναντίον της χώρας  μας κάποιο επεισόδιο για να συσπειρώσει  τους Τούρκους υπό την ηγεσία του εναντίον ενός υποτίθεται «κοινού εχθρού», αλλά και για να τους αποπροσανατολίσει  από την εσωτερική έκρυθμη κατάσταση της χώρας τους).

Για αυτό τον λόγο θα πρέπει η όποια Ελληνική κυβέρνηση να είναι πολύ προσεκτική, προκειμένου να μην υπάρξει για άλλη μία φορά επανάληψη του τότε σεναρίου, γιατί η πραγματοποίηση του θα έχει ανυπολόγιστες καταστροφικές συνέπειες για την χώρα και  για αυτό τον λόγο θα πρέπει να ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα, προκειμένου να ενισχυθεί η άμυνα της χώρας, γιατί αλλιώς θα επαναληφθεί το ρητό που λέει ότι:
«Η χειρότερη τιμωρία των λαών που δεν μαθαίνουν την ιστορία τους είναι ότι είναι καταδικασμένοι να την ξαναζήσουν».

Γράφει ο ΑΛΩΠΗΞ 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου