Δευτέρα 29 Ιουνίου 2015

Το ΟΧΙ και τα εναλλακτικά σενάρια της δραχμής


Του Γιάννη Τσαμουργκέλη

Από τη στιγμή που η χώρα θα βρεθεί εκτός προγράμματος και χωρίς τη δυνατότητα της χρηματοδότησής της για την αποπληρωμή των διεθνών υποχρεώσεων της (ΔΝΤ κλπ), η ΕΚΤ έχει καταστατική υποχρέωση να ανακόψει τη χρηματοδότηση των τραπεζών.
Επιπλέον, έχει υποχρέωση να αναθεωρήσει την αξιολόγηση των
ενεχύρων που έχουν καταθέσει προς αυτή οι ελληνικές τράπεζες για να δανείζονται από αυτήν. 

Και τα δύο αυτά κανονιστικά γεγονότα θα οδηγήσουν σε κλείσιμο τραπεζών και πάντως σε περιοριστικό έλεγχο στην κίνηση κεφαλαίων. 
Επισημαίνεται δε ότι τυχόν παραβίαση των κανονιστικών διατάξεων λειτουργίας της ΕΚΤ, επιτρέπει σε κάθε κράτος-μέλος μέτοχο της ΕΚΤ να στραφεί αστικά και ποινικά εναντίον του Διοικητή και όσων τυχόν μελών του διοικητικού συμβουλίου θα την υποστηρίξουν. 

Οι εναλλακτικές που διανοίγονται για την αποτροπή αυτής της εξέλιξης αφορούν την επίτευξη συμφωνίας με τους εταίρους το ταχύτερο δυνατό με μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής και μεταρρυθμίσεις, ή τουλάχιστον με την υπερψήφιση του ΝΑΙ στο δημοψήφισμα της Κυριακής που ίσως μας επαναφέρει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με μια κυβέρνηση Εθνικής Σωτηρίας.

Αντίθετα, εάν υπερψηφισθεί το ΟΧΙ αποκλειστική διέξοδος είναι η καταφυγή σε εθνικό νόμισμα έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας (μισθοί συντάξεις, κλπ, αλλά και οι εξωτερικές υποχρεώσεις της χώρας). 
Στην περίπτωση αυτή υπάρχουν δύο εναλλακτικές: 
(i) η συντεταγμένη έξοδος που θα "κλειδώσει" τη συναλλαγματική ισοτιμία της δραχμής έναντι του ευρώ με την υπεράσπιση της από την ΕΚΤ στις διεθνείς χρηματαγορές, 
(ii) η μη συντεταγμένη έξοδος που θα αφήσει το εθνικό νόμισμα να βρίσκει κάθε στιγμή την αξία του σε σχέση με το ευρώ και τα άλλα νομίσματα αναλόγως των εκτιμήσεων των αγορών.

Σαφέστατα, η συντεταγμένη έξοδος προϋποθέτει συμφωνία και ανάλογα μέτρα. Ωστόσο εξασφαλίζει ένα πλαίσιο σταθερότητας με εφάπαξ υποτίμηση του εθνικού νομίσματος και επέκεινα ελεγχόμενων συναλλαγματικών διολισθήσεων που θα παρέχουν τη δυνατότητα για σχετικό έλεγχο των αναπόφευκτων πληθωριστικών πιέσεων και της υψηλής ανεργίας. Επιπλέον, παρέχει τη δυνατότητα της συμφωνίας για την αξία του χρέους έναντι των κρατών μελών της ΕΕ και τους όρους αποπληρωμής του, ενώ μπορεί να διασφαλίσει κάποια ροή χρηματοδότησης από τα ευρωπαϊκά προγράμματα.
Από την άλλη, η άναρχη έξοδος θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε μια υποτιμητική κατολίσθηση που θα επιφέρει τεράστιο πληθωρισμό, απαξία του εθνικού νομίσματος, της αγοραστικής δύναμης και της περιουσίας των πολιτών. 
Οι κοινοτικές επιδοτήσεις θα κοπούν καθώς θα διακρατούνται για την αποπληρωμή των δανείων από το μηχανισμό στήριξης (ESM). Το χρέος θα εκτιναχθεί όσο και το κόστος εξυπηρέτησής του. Επιπλέον, οι υποχρεώσεις της Τράπεζας της Ελλάδος έναντι του ELA (περί τα 90 δισ.) θα προσαυξήσουν ανάλογα το εθνικό χρέος.
 Οι πτωχεύσεις ιδιωτών και επιχειρήσεων και η ανεργία θα εκτιναχθούν
Και το χειρότερο, δεν υπάρχει ισορροπία της οικονομίας καθώς κάθε σημείο θα είναι ανατρέψιμο από την όποια τυχόν "επίθεση" των διεθνών χρηματαγορών (θεσμικών παικτών ή/και κερδοσκόπων), στο εθνικό νόμισμα που θα υποχρεώνει σε περαιτέρω υποτίμηση του. 

Οι λόγοι αυτής της χαοτικής εκτροπής είναι απλοί και σαφείς.

Η Ελλάδα έχει ιδιαίτερα περιορισμένη αυτάρκεια που δεν υπερβαίνει το 35% (π.χ. η Αργεντινή έχει αυτάρκεια άνω του 90%). Έτσι είναι υποχρεωμένη να εισάγει σχεδόν τα πάντα. Από πετρέλαιο και πρώτες ύλες μέχρι κρέας και τρόφιμα. 
Η καταφυγή σε εθνικό νόμισμα επιτρέπει σε κάθε αντισυμβαλλόμενο με έλληνα εξαγωγέα να απαξιώνει το προϊόν ενόψει της υποτίμησης, ενώ οι εισαγωγείς θα υποχρεώνονται να πληρώνουν περισσότερες δραχμές για ίδιας συναλλαγματικής αξίας προϊόντα. Ο εισαγόμενος πληθωρισμός θα λειτουργεί καταλυτικά. 
Τα εισαγόμενα θα γίνονται πιο ακριβά παρασύροντας το σύνολο των προϊόντων. Τα δε εξαγώγιμα θα πρέπει να γίνουν πιο φθηνά για να εξαχθούν εξασκώντας πίεση μείωσης των μισθών και του κόστους παραγωγής. Τα εισοδήματα θα μειωθούν και η αγοραστική τους δύναμη θα μειώνεται ακόμα περισσότερο. Την ίδια στιγμή το δημόσιο θα αυξάνει τους φόρους για να καλύψει τις δαπάνες του. 

Η κρατικοποίηση των τραπεζών και η διοχέτευση ρευστότητας με δραχμές άνευ αξίας θα ενισχύουν τις πληθωριστικές πιέσεις που με τη σειρά τους θα αυξάνουν τα επιτόκια δανεισμού (βλέπε περίοδο της μεταπολίτευσης) καθιστώντας ολοένα δυσχερέστερη την εξυπηρέτηση των δανείων. Επιχειρήσεις που δεν θα τα καταφέρνουν να ανταπεξέλθουν στην υψηλή φορολόγηση, το κόστος των δανείων τους  και τη μείωση της ζήτησης θα αναγκάζονται να κλείσουν. 
Η ανεργία θα εκτιναχθεί όσο και η φτώχεια.  

Η αναστροφή μιας τέτοιας κατάστασης είναι δυνατή αποκλειστικά και μόνο με ταχείες και αποτελεσματικές μεταρρυθμίσεις (τις ίδιες που συζητάνε και οι θεσμοί). Μόνο που αν γίνουν, θα γίνουν σε ένα ασφυκτικό πλαίσιο που θα ενεργοποιεί μοναδικές κοινωνικές αντιδράσεις σε μια ιδιαίτερη οικονομικά πολωμένη κοινωνία.

Συμπερασματικά, η υπερψήφιση του ΟΧΙ θέτει αυτομάτως τη χώρα στη σφαίρα της δραχμής. Ωστόσο, το συγκριτικό συμπέρασμα αναδεικνύει το αναπόδραστο των μεταρρυθμίσεων σε ένα πλαίσιο δημοσιονομικής ευστάθειας όπου το μικρότερο οικονομικό και κοινωνικό κόστος εφαρμογής εξασφαλίζεται με την παραμονή της χώρας στο ευρώ και την υπερψήφιση του ΝΑΙ.
 Η υπερψήφιση του ΟΧΙ φέρνει ως δεύτερη προκρινόμενη λύση τη συντεταγμένη αλλαγή του νομίσματος, ενώ το σενάριο της άναρχης καταφυγής στη δραχμή συνδέεται με χαοτικά απροσδιόριστο και υψηλό οικονομικό και κοινωνικό κόστος.

*Ο Γ. Τσαμουργκέλης διδάσκει Διεθνή Οικονομικά στο Παν/μιο του Αιγαίου. Έχει διατελέσει διευθύνων στέλεχος εταιρειών στο χρηματοπιστωτικό τομέα. Διδάκτωρ Παν/μιου της Οξφόρδης.

απο το  capital.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου