Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2013

Η Ελλάδα θύμα της λιτότητας ή της «ολλανδικής ασθένειας»; Τι αποκαλύπτει η διάκριση μεταξύ διεθνώς «εμπορευσίμων» και «μη-εμπορευσίμων» αγαθών και υπηρεσιών

Ο μεθοδολογικός διαχωρισμός των αγαθών και των υπηρεσιών σε διεθνώς εμπορεύσιμα και διεθνώς μη-εμπορεύσιμα χρησιμοποιείται στην οικονομική φιλολογία για δύο κυρίως λόγους:
είτε για να εκτιμηθεί η «πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία» (real exchange rate) με την οποία λειτουργεί μια οικονομία,
είτε για να υπολογισθεί η πραγματική καταναλωτική δυνατότητα του πληθυσμού της, με την θεωρία της «ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης» (purchasing power parity).

Εν τούτοις, υπάρχει μια, λιγότερο γνωστή και αναφερόμενη, τρίτη όψη της
μεθοδολογικής αυτής διακρίσεως η οποία σχετίζεται με την επίδραση που τα δύο είδη αγαθών και υπηρεσιών εξασκούν επί της μακροχρόνιας τάσης μεγέθυνσης των εθνικών οικονομιών. Είναι ακριβώς υπό αυτό το πρίσμα που η εν λόγω διάκριση παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον όσον αφορά την τρέχουσα -διαρθρωτικού χαρακτήρα- οικονομική κρίση της Ελλάδας.

Όπως έχει αξιόπιστα δειχθεί από τους Kuznets (1966), Balassa (1964), Samuelson (1964) και Baumol (1967) [1], όσο χαμηλότερη είναι η μέση παραγωγικότητα μιας οικονομίας, τόσο μεγαλύτερος πρέπει να είναι σε αυτήν ο τομέας των διεθνώς εμπορευσίμων ως ποσοστό του ΑΕΠ.

Τα διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες είναι εκείνα τα οποία μπορούν να μεταφερθούν και να καταναλωθούν μακρυά από το σημείο της παραγωγής τους.

 Συνεπώς η τιμή τους διαμορφώνεται σε παγκόσμιο επίπεδο σύμφωνα με τον «νόμο της ενιαίας τιμής» (one price law).

Ένας εγχώριος παραγωγός ο οποίος δεν είναι σε θέση να προσφέρει το προϊόν του σε ίση ή καλύτερη τιμή από τον ξένο ανταγωνιστή του είναι αναπόφευκτο να εξοβελισθεί ακόμη και από την αγορά της ίδιας του της χώρας. Τα διεθνώς εμπορεύσιμα, συνεπώς, παράγονται για μια παγκόσμια ανταγωνιστική αγορά, σύμφωνα με το πραγματικό συγκριτικό πλεονέκτημα της κάθε χώρας. Όσον αφορά το πλεονέκτημα αυτό, υπάρχουν δύο πλευρές του: είτε στηρίζεται στην φυσική προικοδότηση της χώρας (φυσικό αέριο για την Νορβηγία, ήλιος και θάλασσα για τις Μπαχάμες), είτε στην δυνατότητά της να παράγει πλησίον τού «συνόρου» οικονομικής αποτελεσματικότητας, δηλαδή κατά μήκος της καμπύλης προσφοράς της διεθνούς οικονομίας (πράγμα που μπορεί να σημαίνει ότι παράγει με την ελάχιστη δυνατή δαπάνη, όπως μια υφαντουργία στο Μπανγκλαντές, ή ότι μπορεί να παράγει στο «τεχνολογικό σύνορο», όπως συμβαίνει με τις εταιρείες των ΗΠΑ στον τομέα της πληροφορικής και του διαδικτύου).
Ο τομέας των διεθνώς μη-εμπορευσίμων, αντιθέτως, περιλαμβάνει ένα διαφορετικό είδος προϊόντων και υπηρεσιών.

Η κοπή των μαλλιών είναι το τυπικό παράδειγμα. Παρά το ότι υπάρχουν ισχυρές πιθανότητες πως οι κουρείς στο Μαρακές κάνουν καλύτερη δουλειά από τους ομολόγους τους στο Μανχάτταν, με αμοιβή τριάντα φορές μικρότερη, κανένας κάτοικος της Νέας Υόρκης δεν ενδιαφέρεται να εκμεταλλευθεί την ευκαιρία αυτή.
Το να ταξιδέψεις από την Νέα Υόρκη στο Μαρακές για ένα κούρεμα, ή το να φέρεις τον κουρέα από εκεί στην Νέα Υόρκη για τον λόγο αυτό, δεν είναι μια οικονομικά ορθολογική πράξη, εξ αιτίας της απαιτούμενης μεταφορικής δαπάνης.

Συνεπώς οι κουρείς στο Μαρακές και στην Νέα Υόρκη δεν είναι ανταγωνιστές σε καμία περίπτωση.
 Η κάθε πλευρά έχει την δική της αγορά, τελείως αποκομμένη και στεγανοποιημένη από την άλλη. Τα διεθνώς μη-εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες μπορούν να καταναλωθούν μόνο στο σημείο που παράγονται και ως εκ τούτου η τιμή τους διαμορφώνεται επιτοπίως.

Τα διεθνώς εμπορεύσιμα, κατά πρώτον, είναι εξαιρετικά σημαντικά από αναπτυξιακής απόψεως: ο τομέας τους παράγει και παρέχει τα προς επένδυση νέα κεφαλαιουχικά αγαθά τα οποία επιτρέπουν στην οικονομία να αυξάνει την κατά κεφαλήν παραγωγική της δυνατότητα. Το ενδογενές αναπτυξιακό δυναμικό μιας οικονομίας είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένο με το, μεγαλύτερο ή μικρότερο, σφρίγος τού τομέως των διεθνώς εμπορευσίμων.
 Αυτό φυσικά δεν υπονοεί ότι τα μη-εμπορεύσιμα είναι άσχετα όσον αφορά την ανάπτυξη, εφ’ όσον και αυτά χρησιμοποιούνται ως παραγωγικές εισροές. Το γεγονός, όμως, είναι ότι ακόμη και αυτή η ίδια η ποιότητά τους καθορίζεται από το επίπεδο της ποιότητας των διεθνώς εμπορευσίμων τα οποία, από την φύση τους, ενσωματώνουν τις τελευταίες εξελίξεις της επιστημονικής γνώσης και της τεχνολογικής προόδου, υπερκαθορίζοντας έτσι, αλλά και ασκώντας την πλέον αποφασιστική επιρροή στο σύνολο της παραγωγικής και οικονομικής διαδικασίας.

Δεδομένου ότι η προσφορά τους περιορίζεται από τις κατά περίπτωσιν τρέχουσες παραγωγικές δυνατότητες της εγχώριας οικονομίας, το ειδικό χαρακτηριστικό των διεθνώς μη-εμπορευσίμων είναι ότι σε περίπτωση ξαφνικής αυξήσεως της ζήτησης γι’ αυτά, η προσφορά τους βραχυπρόθεσμα δεν μπορεί να αυξηθεί διότι δεν είναι δυνατόν να εισαχθούν περισσότερα.

Ως εκ τούτου, βραχυχρονίως πάντοτε, η αγορά επανισορροπεί μέσω προσαρμογής της τιμής.
Άλλωστε, τόσο στο θεώρημα των Balassa-Samuelson όσο και στην υπόθεση του «αποτελέσματος Baumol», συνθήκη ισχύος του συμπεράσματός τους ότι τα μη-εμπορεύσιμα μπορούν να «συλλαμβάνουν» στο επίπεδο της αμοιβής των παραγωγικών τους συντελεστών, την αύξηση της παραγωγικότητας που επιτυγχάνεται στον κυρίως παραγωγικό, (δηλαδή διεθνώς εμπορεύσιμο) τομέα της οικονομίας, είναι ότι η εισοδηματική ελαστικότητα (των μη-εμπορευσίμων) είναι μεγαλύτερη της μονάδας ή ότι η ελαστικότητα τιμής είναι μικρότερη της μονάδας.

 Μεσοχρονίως ή μακροχρονίως, πάντως, παραγωγικοί συντελεστές μπορούν να μετακινηθούν από τους τομείς των εμπορευσίμων στους τομείς των μη-εμπορευσίμων για να επωφεληθούν από τα αυξανόμενα περιθώρια κέρδους, αυξάνοντας έτσι και τις παραγόμενες ποσότητές τους.

Το περιγραφόμενο φαινόμενο ενισχύεται περαιτέρω εάν έχουμε να κάνουμε με μια «μικρή ανοικτή οικονομία» ή οποία είναι «λήπτρια τιμών» (όπως συμβαίνει με την Ελλάδα): οι ασθενείς επιδράσεις στις διακυμάνσεις της παγκόσμιας ζήτησης για διεθνώς εμπορεύσιμα που αντιπροσωπεύει η «μικρή ανοικτή οικονομία», δεν μπορούν να έχουν την οποιαδήποτε υπολογίσιμη επίδραση στην διαμόρφωση της παγκοσμίως διαμορφούμενης «ενιαίας τιμής» τους.

Συνεπώς, στην μικρή ανοικτή οικονομία, ακόμη και μια αύξηση της συνολικής ζήτησης η οποία δεν απευθύνεται ειδικά στα μη-εμπορεύσιμα, θα έχει παρόμοια αποτελέσματα: θα επιφέρει την αύξηση της σχετικής τιμής των μη-εμπορευσίμων βραχυχρονίως, (πράγμα που ισοδυναμεί με ανατίμηση της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας), και τον μετασχηματισμό τής παραγωγικής διάρθρωσης της χώρας μεσο-μακροπροθέσμως, με μια κατ’ αναλογίαν διόγκωση του τομέα των μη-εμπορευσίμων (υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι η υπερβάλλουσα ζήτηση παραμένει σε όλη την διάρκεια της περιόδου).

Σε αυτή την ιδιαίτερη περίπτωση κατά την οποία η συνολική ζήτηση παραμένει σε σταθερή βάση υπερβάλλουσα σε σχέση με την παραγωγική δυναμικότητα της οικονομίας, και όπου οι παραγωγοί διεθνώς εμπορευσίμων, αντιμετωπίζοντας συνεχώς μειούμενες σχετικές τιμές των προϊόντων τους, και συνεχώς μειούμενη σχετική κερδοφορία, βρίσκουν πιο προσοδοφόρο να μεταφέρουν τους πόρους που διαθέτουν στον τομέα των διεθνώς μη-εμπορευσίμων όπου οι αυξανόμενες σχετικές τιμές επιτρέπουν μεγαλύτερη κερδοφορία, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τής ζήτησης ενισχύουν την όλη διαδικασία, ανεξαρτήτως του εάν υπάρχει συμπληρωματικότητα ή υποκατάσταση μεταξύ εμπορευσίμων και μη-εμπορευσίμων.

Εάν υπάρχει συμπληρωματικότητα, οι καταναλωτές μπορούν να παραμείνουν στην ίδια ομάδα «καμπυλών αδιαφορίας» απλώς μεταβαίνοντας σε ένα υψηλότερο επίπεδο χρησιμότητας, συνδυάζοντας περισσότερα εμπορεύσιμα, τα οποία εισάγονται, με περισσότερα μη-εμπορεύσιμα που παράγονται εγχωρίως: τα πολύ περισσότερα (εισαγόμενα) εμπορεύσιμα, που ζητούνται γιατί έχουν γίνει σχετικά φθηνότερα, μπορούν να καταναλωθούν μόνο με ενδιάμεσο το χονδρικό και λιανικό εμπόριο και τα δίκτυα διανομής του, δηλαδή από διεθνώς μη-εμπορεύσιμες δραστηριότητες που ανθούν σε παρόμοιες συνθήκες.
 Η υποκατάσταση, από την άλλη πλευρά, έχει παρεμφερή αποτελέσματα διότι, με την μείωση των επενδύσεων σε κεφαλαιουχικά παραγωγικά αγαθά, οι αποταμιεύσεις κατευθύνονται, κυρίως, προς επένδυση σε έναν τομέα μη-εμπορευσίμων, όπως είναι οι κατασκευές και οι νέες κατοικίες.

Έτσι, χάρις στην διαρκή υπερβάλλουσα ζήτηση και για όσο χρονικό διάστημα ο εξωτερικός δανεισμός παραμένει διαθέσιμος, η μικρή ανοικτή οικονομία «εξειδικεύεται» στην παραγωγή αυτού του ιδιαίτερου είδους αγαθών που είναι τα διεθνώς μη-εμπορεύσιμα.

Όλως περιέργως, η διαδικασία αυτή, τουλάχιστον όσο διαρκεί, αντιμετωπίζεται συνήθως από οικονομολόγους, στατιστικούς και διαμορφωτές πολιτικής ως μία πορεία «μεγέθυνσης» ή «ανάπτυξης». 

Η οποία, μάλιστα, σύμφωνα με κάποιους θεωρητικούς της πρώτης δεκαετίας του αιώνα μας, αποτελούσε ένα ιδιαίτερο είδος «ανάπτυξης», στην οποία δόθηκε ο χαρακτηρισμός «Μεσογειακή», διότι τροφοδοτείτο από την κατανάλωση (!), πράγμα το οποίο υποτίθετο ότι την καθιστούσε διαφορετική από ένα άλλο είδος ανάπτυξης, το «Ασιατικό», το οποίο όλως αντιθέτως, τροφοδοτείτο από την παραγωγή. Βεβαίως, η ζωή στο τέλος αποκάλυψε ότι υφίσταται μόνο ένα είδος ανάπτυξης, το οποίο δεν χρειάζεται γεωγραφικά προθέματα, και αυτό είναι αποκλειστικά συναρτημένο με την βελτίωση των παραγωγικών δυνατοτήτων μιας οικονομίας.

Ο ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΤΗΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Φυσικά, όσον αφορά την ανωτέρω αναπτυχθείσα «εξήγηση» της υπερδιόγκωσης του τομέως των διεθνώς μη-εμπορευσίμων, κάποιος θα μπορούσε να επισημάνει μια λογική ανακολουθία: η εκτεταμένη προσφυγή σε εισαγωγές προκειμένου να ικανοποιηθεί η αυξημένη ζήτηση εμπορευσίμων, και η συνεπαγόμενη διεύρυνση του εξωτερικού ισοζυγίου (σε συνδυασμό και με τις ισχυρές πληθωριστικές πιέσεις), θα επέφεραν μια υποτίμηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του εθνικού νομίσματος η οποία θα είχε καταλήξει σε μια επανεξισορρόπηση των σχετικών τιμών εμπορευσίμων και μη-εμπορευσίμων στο εσωτερικό της οικονομίας. Ακόμη και σε ένα σύστημα σταθερών ισοτιμιών τύπου Bretton-Woods, το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο: προσαρμογή μέσω μιας επίσημης υποτίμησης.

Η απάντηση στην ανωτέρω «αντίρρηση» είναι: ναι, αυτό είναι ορθό και αληθές. Δυστυχώς όμως, όχι για όλες ακριβώς τις περιπτώσεις.
Υπάρχουν δύο τουλάχιστον, στις οποίες η επανεξισορρόπηση δια μέσου της αναπροσαρμογής της εξωτερικής συναλλαγματικής ισοτιμίας δεν θα ήταν δυνατή.

Η πρώτη τέτοια περίπτωση υπερδιόγκωσης του τομέα των μη-εμπορευσίμων παρατηρείται όταν μια χώρα τυχαίνει να είναι παραγωγός αναλογικά μεγάλων ποσοτήτων ενός εμπορεύματος-«πρώτης ύλης»- με καλή διείσδυση στην διεθνή αγορά και με μια διαχρονικά θετικά εξελισσόμενη τιμή, πράγμα που βοηθάει στην βελτίωση των όρων εμπορίου επί τη βάσει των οποίων η συγκεκριμένη χώρα συναλλάσσεται με το εξωτερικό. Η ανατίμηση των σχετικών τιμών των διεθνώς μη-εμπορευσίμων στο εσωτερικό της χώρας, στην περίπτωση αυτή, είναι το σύνδρομο φαινόμενο της ανατίμησης της πραγματικής εξωτερικής συναλλαγματικής ισοτιμίας του εθνικού της νομίσματος.

Το εν λόγω φαινόμενο που είναι γνωστό ως «ολλανδική ασθένεια», σύμφωνα με τον όρο που εισήγαγε το περιοδικό Economist στην δεκαετία του 1970, με σκοπό να περιγράψει τα αποτελέσματα που οι εξαγωγές φυσικού αερίου είχαν επί της οικονομίας της Ολλανδίας, λειτουργεί αντίθετα με τις διατυπώσεις και τα συμπεράσματα του θεωρήματος Balassa-Samuelson, ακόμη περισσότερο δε της υποθέσεως του «αποτελέσματος Baumol», τα οποία, αμφότερα αποδίδουν την ανατίμηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας, ή την σχετική ανατίμηση των μη-εμπορευσίμων, όχι στην πληθώρα ενός εξαγώγιμου προϊόντος αλλά στην συνεχή βελτίωση της παραγωγικότητας στον μεταποιητικό τομέα της οικονομίας.

Η δεύτερη περίπτωση είναι διαφορετική.
Αφορά τις χώρες που δεν συναλλάσσονται επί τη βάσει ενός δικού τους εθνικού νομίσματος διότι είναι μέλη μιας νομισματικής ενώσεως και συνεπώς δεν μπορούν να επηρεάσουν τις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Εάν, για κακή τους τύχη, είναι μικρές οικονομίες, δεν διαθέτουν ούτε και την δυνατότητα να επηρεάσουν την νομισματική πολιτική της νομισματικής ένωσης, αφού αυτή «ζυγοσταθμίζεται» και εφαρμόζεται από την Κεντρική Τράπεζα με βάση κάποιους μέσους όρους στην διαμόρφωση των οποίων η συνεισφορά των μεγάλων οικονομιών -οι οποίες πιθανόν να διέρχονται διαφορετική φάση του επιχειρηματικού κύκλου τους απ’ ότι η μικρή οικονομία - έχει πολύ μεγαλύτερο βάρος.

ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ 2000-2009

Όταν η Ελλάδα συνδέθηκε με την ζώνη του ευρώ, το έτος 2000, ο τομέας των διεθνώς εμπορευσίμων αγαθών και υπηρεσιών, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας [2], αντιστοιχούσε στο 25% του ΑΕΠ. Επρόκειτο για ένα πολύ χαμηλό ποσοστό - το χαμηλότερο στην ΕΕ των 15 την στιγμή εκείνη. Εν τούτοις, αντί για ένα πολύ υψηλό επίπεδο παραγωγικότητας που θα μπορούσε να εξηγήσει το χαμηλότατο ποσοστό εμπορευσίμων, η Ελλάδα είχε επίσης και την χαμηλότερη παραγωγικότητα του μεταποιητικού τομέα στην ΕΕ των 15 (βλ. Manganelli, 2000).

Επιπλέον, η αδυναμία της Ελλάδας όσον αφορά τα εμπορεύσιμα ήταν εμφανής και στην αδυναμία της να ικανοποιήσει τις καταναλωτικές της ανάγκες με μια αντίστοιχη εγχώρια παραγωγή.
 Το εμπορικό ισοζύγιο και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών παρουσίαζαν, αμφότερα, σημαντικά ελλείμματα (τα οποία για το 2000 ήταν -9,5% και -11,2% του ΑΕΠ αντιστοίχως).
 Η ισχνότητα του τομέως των διεθνώς εμπορευσίμων τής ελληνικής οικονομίας, κατά συνέπεια, δεν ήταν αποτέλεσμα υψηλής παραγωγικότητας αλλά μιας, γνωστής από καιρό, διαρθρωτικής της αδυναμίας. Υπό το πρίσμα αυτό η διαδικασία της σύγκλισης στο ξεκίνημα της ευρωζώνης, τουλάχιστον όσον αφορά την Ελλάδα, δεν γινόταν κατανοητή ως μια πορεία προς ακόμη λιγότερα εμπορεύσιμα αλλά, αντιθέτως, ως μια πορεία προς έναν πιο ρωμαλέο τομέα διεθνώς εμπορευσίμων και, γενικότερα, ως μια πορεία προς μια πιο ισορροπημένη διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας.

Τι συνέβη έκτοτε;
Το 2009, όταν κατέστη εμφανές ότι η ελληνική οικονομία κατέρρεε, ο τομέας των διεθνώς εμπορευσίμων είχε συρρικνωθεί στο 20,5% του ΑΕΠ. Και εγείρεται το ερώτημα: συνδέεται η συρρίκνωση αυτή, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, με την αποτυχία της ελληνικής οικονομίας; Ή μήπως είναι κάτι εντελώς άσχετο, και αποτελεί απλώς φυσικό αποτέλεσμα της βελτίωσης του επιπέδου της παραγωγικότητάς της, σύμφωνα και με τις προδιαγραφές της οικονομικής θεωρίας, χωρίς καθόλου να συναρτάται με την καταβύθιση του επιπέδου του εισοδήματος και με την σοβαρότατη διαρθρωτική κατάρρευση η οποία ήδη διανύει το έκτο της έτος;

Σύμφωνα με μια ορισμένη αφήγηση, σωστή απάντηση είναι η δεύτερη: η τρέχουσα κρίση είναι ασυσχέτιστη με τους διαρθρωτικούς μετασχηματισμούς που έλαβαν χώρα στην ελληνική οικονομία τα προηγούμενα έτη.

Αποτελεί, απλώς, προϊόν λανθασμένων χειρισμών εκ μέρους της τριμερούς (βλ. τρόικα: ΔΝΤ, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ΕΚΤ), η οποία εφάρμοσε μια λανθασμένης συλλήψεως συσταλτική δημοσιονομική πολιτική σε υφεσιακές συνθήκες. Παρά δε το γεγονός ότι η αφήγηση αυτή δεν έχει χρόνο να ασχοληθεί με διαρθρωτικά θέματα (διότι πιστεύει ότι μόνο οι «ροές» έχουν σημασία στην οικονομία και όχι τα «αποθέματα»), μπορούμε να υποθέσουμε ότι η επέκταση των ισχυρισμών της θα ήταν μια ερμηνεία στο πνεύμα του «αποτελέσματος Baumol»: καθώς η οικονομία της Ελλάδας αναπτυσσόταν, με ένα ρυθμό ανάπτυξης της παραγωγικότητας ο οποίος εμετρείτο να είναι ανώτερος του μέσου ευρωζωνικού, ήταν απολύτως φυσικό ότι ο τομέας των εμπορευσίμων συρρικνωνόταν ενώ ο τομέας των μη-εμπορευσίμων διογκωνόταν. (Αυτό δηλαδή που είναι το κλασικό σύμπτωμα της «ασθένειας Baumol»).
Είναι, όμως, η άποψη αυτή ορθή;

Για να απαντηθεί το ερώτημα αλλά και για να γίνει καλύτερα κατανοητή η εξέλιξη του τομέα των εμπορευσίμων στην διάρκεια της περιόδου 2000-2009, μπορούμε να προχωρήσουμε σε μια επιπλέον διαίρεσή του σε δύο νέες υπο-κατηγορίες. Η πρώτη αποτελείται από εκείνα τα αγαθά τα οποία παράγονται με τεχνολογικές μεθόδους οι οποίες δεν βελτιώνονται δραματικά στο πέρασμα του χρόνου και, λιγότερο ή περισσότερο, ανήκουν στην πολιτισμική ή φυσική προικοδότηση της εθνικής οικονομίας.
Η προσφορά τους και η τιμή τους δεν προσδιορίζονται κυρίως από την τεχνολογική εξέλιξη αλλά, μάλλον, από την παγκόσμια ζήτηση. Συνεπώς, η πορεία της καμπύλης προσφοράς τους είναι στενά συσχετισμένη με την τάση και την κυκλικότητα της παγκόσμιας οικονομίας. Αποκαλούμε τα αγαθά αυτά, αγαθά της «ολλανδικής ασθένειας». Στην εξεταζόμενη περίπτωση θεωρούμε ότι η υπο-κατηγορία αυτή της ελληνικής οικονομίας περιλαμβάνει τους κλάδους των ορυχείων, των διεθνών ναυτιλιακών μεταφορών και του τουρισμού - κλάδοι οι οποίοι κινούνται ακολουθώντας τον κύκλο της παγκόσμιας οικονομίας αλλά επίσης και την μακροχρόνια τάση της.
Δεύτερη υποκατηγορία είναι εκείνη η οποία παράγει αγαθά τα οποία μπορούμε να αποκαλέσουμε «αγαθά Baumol». Αναφέρεται στους κλάδους όπου οι βελτιώσεις της παραγωγικότητας είναι κεφαλαιώδους σημασίας και όπου ο παραγωγός, προκειμένου να παραμείνει στην αγορά, πρέπει να λειτουργεί μονίμως πλησίον του «τεχνολογικού συνόρου».
 Αυτοί είναι οι μεταποιητικοί κλάδοι, αλλά επίσης και οι κλάδοι που σχετίζονται ποικιλοτρόπως με την πληροφορική και με τις υπηρεσίες τεχνολογικής αιχμής. Ο τομέας των «αγαθών Baumol», όπου το «μανθάνειν δια του πράττειν» είναι ο μόνος εφικτός τρόπος λειτουργίας, μπορεί να θεωρηθεί και το τμήμα εκείνο της οικονομίας στο οποίο είναι δυνατόν να εκτιμηθούν το σφρίγος και το επίπεδο της ενδογενούς αναπτυξιακής δυναμικής της.
Τα στατιστικά δεδομένα δείχνουν ότι η παραγωγή των αγαθών της «ολλανδικής ασθένειας» αποτελούσαν, το έτος 2000, το 9% του ελληνικού ΑΕΠ. Το έτος 2009 η ποσοστιαία συμμετοχή τους στο ΑΕΠ ήταν ακριβώς η ίδια: 9%. Αντιθέτως, τα «αγαθά Baumol», τα οποία το έτος 2000 αντιστοιχούσαν στο 16% του ΑΕΠ, το 2009 είχαν μειωθεί στο 11,5% του ΑΕΠ.
 Ήταν η εν λόγω εξέλιξη αποτέλεσμα μίας θεαματικής ανόδου της παραγωγικότητας στην δεκαετή αυτή περίοδο, όπως περιγράφει η θεωρία του «αποτελέσματος Baumol», ή ήταν, μάλλον, το αποτέλεσμα μιας κατάρρευσης της παραγωγικής ικανότητας της ελληνικής οικονομίας, οφειλόμενης στο γεγονός ότι εργοδότες και εργαζόμενοι εγκατέλειψαν την μεταποίηση και τις δραστηριότητες προχωρημένης τεχνολογίας (αν υπήρξαν) για να αναζητήσουν τα υψηλότερα κέρδη και τις υψηλότερες αμοιβές που προσέφερε ο τομέας των μη-εμπορευσίμων;

Διαισθητικά, βεβαίως, μπορεί κανείς να αντιληφθεί ότι η συρρίκνωση αυτή του τομέως των «αγαθών Baumol» δεν θα μπορούσε να είναι αποτέλεσμα βελτιωμένης παραγωγικότητας διότι σε μια τέτοια περίπτωση η οικονομία θα είχε αντεπεξέλθει καλύτερα την δοκιμασία και θα είχε αποφύγει την τρέχουσα βαθιά, και εξαιρετικά οδυνηρή κοινωνικά, κρίση. Προκειμένου, όμως, να έχουμε μια πιο στέρεη εκτίμηση για το νόημα αυτών των διαρθρωτικών μετασχηματισμών της ελληνικής οικονομίας, ας εξετάσουμε το θέμα υπό κάποιες διαφορετικές γωνίες όπως είναι: α) οι κινήσεις του εμπορικού και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, β) η εξέλιξη της παραγωγικότητας στον μεταποιητικό τομέα, ως ενδεικτικό μέτρο για την εξέλιξη της παραγωγικότητας στο σύνολο της οικονομίας, και γ) οι διεθνείς συγκρίσεις.

Το εμπορικό ισοζύγιο και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, κατ’ αρχήν, όχι μόνο παρέμειναν ελλειμματικά καθ’ όλη την διάρκεια της περιόδου αλλά και, σε σύγκριση με το έτος 2000 μάλλον επιδεινώθηκαν, ειδικά στα τελευταία χρόνια της περιόδου. (Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, για παράδειγμα, από -11% του ΑΕΠ το 2008 ανέβηκε στο -14,7% το 2009).

Όσον αφορά την παραγωγικότητα του τομέα της μεταποίησης, δεδομένης της έλλειψης ακριβών στοιχείων, μπορεί κάποιος να συναγάγει έμμεσα την πορεία της παρατηρώντας δύο ομόρροπους και συσχετιζόμενους δείκτες: την ανταγωνιστικότητα και την «τεχνική σύνθεση» των προϊόντων της ελληνικής βιομηχανίας.
Η ανταγωνιστικότητα, πρώτα: για την καταβαράθρωσή της κατά την πρώτη περίοδο της συμμετοχής της Ελλάδας στην ευρωζώνη υπάρχει άπειρος αριθμός μελετών και εργασιών. (Για συγκεντρωτικούς πίνακες και δείκτες βλ. EC, 2012 και ECB, 2012).

Έστω και αν η ανταγωνιστικότητα δεν είναι μια απλή και μονοσήμαντη συνάρτηση της παραγωγικότητας αλλά, επίσης, και του εργατικού κόστους, κανείς δεν θα μπορούσε στα σοβαρά να ισχυρισθεί ότι η παραγωγικότητα στην ελληνική βιομηχανία αυξανόταν ραγδαία την στιγμή που η ανταγωνιστικότητα κατέρρεε.
Ένας παρόμοιος ισχυρισμός δεν είναι συμβατός με τις προκείμενες της θεωρίας του Baumol ή όποιας άλλης θεωρίας ερμηνεύει την μετάβαση από μια οικονομία «αγαθών» σε μια οικονομία «υπηρεσιών».
Επιπροσθέτως, το γεγονός ότι η ελληνική μεταποίηση στην περίοδο 2000-2009 απλά κατέρρεε και δεν προχωρούσε με γιγαντιαία βήματα αυξήσεως της παραγωγικότητάς της, καθίσταται προφανές και από την εξέταση των στοιχείων γνώσης και τεχνολογικής προόδου που ενσωματωνόταν στα προϊόντα της, στοιχεία τα οποία στην διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου παλινδρομούσαν σημαντικά προς το επίπεδο άλλων οικονομιών των Βαλκανίων με χαμηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα (βλ. Abdon et al, 2010).

Οι διεθνείς συγκρίσεις, επίσης, είναι αποκαλυπτικές.
Όλες οι άλλες ευρωπαϊκές μικρές ανοικτές οικονομίες που έχουν υψηλότερο επίπεδο παραγωγικότητας από την Ελλάδα, παρουσιάζουν, εν τούτοις, ένα υψηλότερο, και όχι χαμηλότερο ποσοστό «αγαθών Baumol» ως προς το ΑΕΠ τους, πράγμα το οποίο ισοδυναμεί με απόδειξη ότι η καχεξία του τομέως των διεθνώς εμπορευσίμων στην Ελλάδα δεν είναι αποτέλεσμα μιας εξαιρετικά υψηλής παραγωγικότητας.

Πίνακας 1: Ποσοστό των «αγαθών Baumol» στο ΑΕΠ επιλεγμένων χωρών (2009).
Αυστρία 22,5%
Βέλγιο 16,2%
Δανία 15,2%
Φιλανδία 20,3%
Ελλάδα* 12,3%
Ιρλανδία 28, 0%
Ολλανδία 15,5%
Πηγή: ΟΟΣΑ, Εθνικοί Λογαριασμοί
* Στην συγκεκριμένη πηγή στοιχείων το ποσοστό των «αγαθών Baumol» για την Ελλάδα εμφανίζεται ελαφρά διαφοροποιημένο απ’ ότι στους πίνακες NACE.

Είναι, συνεπώς, προφανές ότι το χαμηλό ποσοστό των εμπορευσίμων (και ειδικά των «αγαθών Baumol») στο ΑΕΠ της Ελλάδας δεν είναι ένδειξη υψηλής παραγωγικότητας αλλά, αντιθέτως, διαρθρωτικής αδυναμίας.
Περαιτέρω, η τρέχουσα δριμεία κρίση που η χώρα αντιμετωπίζει είναι δυνατόν να ερμηνευθεί ως εκδήλωση της καχεξίας της στον τομέα των εμπορευσίμων. Για μία αρκετά μακρά περίοδο, δηλαδή για την πρώτη δεκαετία συμμετοχής της στην ευρωζώνη, ο εκτεταμένος δημόσιος, αλλά και ιδιωτικός, δανεισμός με πολύ χαμηλά επιτόκια, υπεραντιστάθμιζε την χρόνια ανεπάρκεια του τομέως των εμπορευσίμων στο να παράσχουν την απαιτούμενη ρευστότητα σε ευρώ προκειμένου να διατηρηθεί ένα υπερτροφικό σχήμα κατανάλωσης.

 Όμως, όταν ο υπερδανεισμός κατέστη εμφανής και οι αγορές, στα τέλη του 2009, άλλαξαν απότομα διάθεση, η συνολική ζήτηση στην ελληνική οικονομία καταβυθίσθηκε και οι σχέσεις μεταξύ των δύο τομέων της οικονομίας ανατράπηκαν.

 Ξαφνικά κατέστη εμφανές ότι το επίπεδο των τιμών των μη-εμπορευσίμων δεν ήταν πλέον διατηρήσιμο διότι, στην πραγματικότητα, δεν αντιστοιχούσε σε ένα ανάλογο επίπεδο ανάπτυξης του τομέα των εμπορευσίμων, αλλά αποτελούσε απλώς προϊόν της τεχνητά διογκωμένης συνολικής ζήτησης που είχε προκληθεί από τον υπερδανεισμό της προηγούμενης περιόδου. Η τρέχουσα ελληνική κρίση δεν είναι τίποτε περισσότερο παρά μια βίαιη διαδικασία με την οποία οι σχετικές τιμές των εμπορευσίμων και των μη-εμπορευσίμων αναπροσδιορίζονται με βάση τις θεμελιώδεις παραμέτρους της οικονομίας. Το τραγικό είναι πως ο μόνος τρόπος τον οποίον οι δυνάμεις της οικονομίας γνωρίζουν να το κάνουν αυτό είναι μέσω ανεργίας και ρευστοποιήσεων.

Δυστυχώς, όμως, δεν είναι μόνο ο τομέας των μη-εμπορευσίμων που πλήττεται από την κρίση. Ως αποτέλεσμα της κατάρρευσης του τραπεζικού συστήματος, και συνεπώς του νομισματικού «μηχανισμού μεταβίβασης» της οικονομίας, ακόμη και εταιρείες του τομέως των εμπορευσίμων οι οποίες υπό κανονικές συνθήκες θα εθεωρούντο ως απολύτως υγιείς και βιώσιμες, σήμερα, στερούμενες κάθε πιστωτικής υποστήριξης, οδηγούνται στο χείλος της χρεοκοπίας.

Εάν κάποιος θα ήθελε να χρησιμοποιήσει μια μεταφορά για να ερμηνεύσει το ναυάγιο της ελληνικής οικονομίας, αυτή θα μπορούσε να είναι η μεταφορά μιας οικονομίας που προσεβλήθη από μια βαριάς μορφής «ολλανδική ασθένεια» στην διάρκεια μίας περιόδου δέκα ετών εξ αιτίας της μυστηριώδους και αναπάντεχης ανακαλύψεως στο έδαφός της μεγάλων ποσοτήτων ενός σπάνιου και πολύτιμου υλικού το οποίο μπορούσε να εξαχθεί στην παγκόσμια αγορά αποφέροντας σημαντικά κέρδη. Όμως, επειδή η χώρα είχε πιστέψει ότι αυτή η πληθώρα του σπάνιου υλικού θα διαρκέσει αιώνια και δεν έλαβε κανένα προληπτικό μέτρο για την μετά από αυτό εποχή, βρέθηκε ξαφνικά γονατισμένη όταν, τόσο μυστηριωδώς και αναπάντεχα όσο είχε εμφανιστεί, στο τέλος της δεκαετούς περιόδου, το σπάνιο υλικό εξαφανίσθηκε από το έδαφος και εξαερώθηκε στους αιθέρες, αφήνοντας την οικονομία με μια δυστροφική διάρθρωση, με έναν γιγαντιαίο τομέα μη-εμπορευσίμων τον οποίον ο εναπομένων καχεκτικός τομέας των εμπορευσίμων αδυνατούσε να τροφοδοτήσει και να υποστηρίξει.

Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΖΩΝΗ ΩΣ ΑΙΤΙΑ «ΟΛΛΑΝΔΙΚΗΣ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ»

Είναι προφανές από τα ανωτέρω ότι η Ελλάδα επλήγη από μία «ολλανδική ασθένεια» και όχι από μια «ασθένεια Baumol». Όμως, τότε, δημιουργείται το ερώτημα: ποιο ήταν αυτό το ιδιαίτερο προϊόν ή εμπόρευμα, με τόσο μικρή διάρκεια ζωής, που προξένησε όλες αυτές τις ανεπιθύμητες διαταραχές; Φυσικά δεν ήταν ο τουρισμός ή η ποντοπόρος ναυτιλία. Και οι δύο αυτοί κλάδοι, παρά το γεγονός ότι από την φύση τους περιέχουν ένα στοιχείο «ολλανδικής ασθένειας», παρέμειναν σε σταθερό ποσοστό ως προς το ΑΕΠ καθ’ όλη την διάρκεια της κρίσιμης δεκαετίας, ενώ σήμερα αντιπροσωπεύουν βάσιμες ελπίδες στην προσπάθεια ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας. Το «εμπόρευμα» που έγειρε την πλάστιγγα αποφασιστικά ήταν κάτι άλλο. Στην πραγματικότητα δεν ήταν καν ένα απτό προϊόν ή εμπόρευμα, αλλά μάλλον μια άυλη ιδιότητα ή, ακόμη περισσότερο, ένα πλεονέκτημα. Για την ακρίβεια το «εμπόρευμα» αυτό ήταν το προνόμιο της Ελλάδας να είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης κατά την διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα.
Η θεωρία του Claudio Borio (2012, 2013) για την σημασία του χρηματοπιστωτικού κύκλου όσον αφορά τις μακροοικονομικές διακυμάνσεις ταιριάζει σχεδόν απόλυτα στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας. Εξ αιτίας τού σταθερά αυξανόμενου δημόσιου και ιδιωτικού δανεισμού από το εξωτερικό, υπό την επήρεια της αυταπάτης τόσο των δανειστών όσο και των δανειοληπτών ότι μια χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης δεν μπορεί να πτωχεύσει και να χρεοκοπήσει, τα «οικονομούντα άτομα» στην Ελλάδα ενεργούσαν με την πεπλανημένη μεν, σθεναρή δε, πεποίθηση ότι το επίπεδο της συνολικής ζητήσεως που αντιμετώπιζαν αντιστοιχούσε αυθεντικά και αντιπροσωπευτικά στο επίπεδο ανάπτυξης τής οικονομίας. Άλλωστε, υπήρχε και ένα πρόσθετο στοιχείο το οποίο διευκόλυνε την όλη διαδικασία τής ανορθόλογης υπερδιόγκωσης του τομέως των μη-εμπορευσίμων ενόσω οι σχετικές τιμές τους έστελναν όλα αυτά τα «λανθασμένα» σήματα στους παράγοντες της οικονομίας: παρά τους ισχυρισμούς της νεοκλασικής θεωρίας, το συγκριτικό πλεονέκτημα αφ’ εαυτού δεν αποτελεί ικανή συνθήκη η οποία μπορεί αυτομάτως να επιφέρει την ένταξη μιας εθνικής οικονομίας στην αναλογούσα θέση στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας.
Όπως δείχνει η ελληνική εμπειρία, αν μια χώρα χάσει την θέση της στην διεθνή αγορά (των «αγαθών Baumol»), έστω και πρόσκαιρα, είναι εξαιρετικά δύσκολο να την ξανακερδίσει σε μια μεταγενέστερη χρονική στιγμή, ή έστω να διεκδικήσει μια ανάλογα ικανοποιητική βαθμίδα στην ιεραρχική κλίμακα. Δεδομένης της δυσκολίας αυτής, και εφ’ όσον η εναλλακτική επιλογή για τις επιχειρήσεις είναι τόσο ελκυστική, δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν ουσιαστικά κίνητρα για να επιδοθεί κανείς στην συγκεκριμένη προσπάθεια κατάκτησης της διεθνούς αγοράς: οι επιχειρηματίες μπορούν να επιτύχουν την ίδια, ή ακόμη υψηλότερη, κερδοφορία στρεφόμενοι στην πολύ καλά προστατευμένη από τον διεθνή ανταγωνισμό, αλλά και σε υπερδιέγερση ευρισκόμενη, εσωτερική αγορά των διεθνώς μη-εμπορευσίμων, όπου ούτε δαπάνες για Έρευνα και Ανάπτυξη απαιτούνται, ούτε κίνδυνος υπάρχει να σε εκτοπίσει κάποιος Κινέζος ανταγωνιστής. Κατά κάποιο τρόπο, πριν από την εκδήλωση της διεθνούς κρίσεως οι Έλληνες επιχειρηματίες και επενδυτές στον τομέα των μη-εμπορευσίμων ενεργούσαν υπό την επήρεια ακριβώς της ίδιας λανθασμένης πρόσληψης της πραγματικότητας με τους Αμερικανούς ομολόγους τους των πρακτικών της τιτλοποίησης των επισφαλών (subprime) στεγαστικών δανείων: προσβλέποντας, δηλαδή, σε υψηλότατες αποδόσεις χωρίς την ύπαρξη του παραμικρού κινδύνου.
Υπάρχει, επίσης, και ένα άλλο δίδαγμα το οποίο μπορεί κανείς να αντλήσει από την πρόσφατη εμπειρία της ελληνικής οικονομίας: παρ’ ότι η κρίση αρχικά εμφανίσθηκε ως, και ακόμη θεωρείται κυρίως ότι είναι, μία δημοσιονομική κρίση, οι βαθιές και συνεχιζόμενες επιπτώσεις της οφείλονται στο γεγονός ότι κάτω από το δημοσιονομικό στοιχείο υπάρχει ένα, πιο σημαντικό, διαρθρωτικό στοιχείο, το οποίο προέρχεται από την αναπόδραστη κατάρρευση του τομέως των μη-εμπορευσίμων.
Με αφορμή αυτό, τόσο οι θεωρητικοί οικονομολόγοι όσο και οι διαμορφωτές πολιτικής θα έπρεπε να αντιληφθούν ότι το πρόβλημα με τον εκτεταμένο δημόσιο δανεισμό δεν συναρτάται τόσο πολύ με ένα ορισμένο «κατώφλι» χρέους και με τα υποτιθέμενα προβλήματα που το βάρος τής μελλοντικής εξυπηρέτησής του θα δημιουργούσε για τους αναπτυξιακούς ρυθμούς της οικονομίας. Στην πραγματικότητα, τουλάχιστον όσον αφορά μια μικρή ανοικτή οικονομία -και πιθανόν ακόμη και μία που διαθέτει την βαλβίδα ασφαλείας μιας κυμαινόμενης συναλλαγματικής ισοτιμίας- το πλέον σημαντικό πρόβλημα είναι ότι η διαδικασία τής συσσώρευσης ενός εκτεταμένου (δημόσιου ή/και ιδιωτικού) χρέους, αναπόφευκτα ισοδυναμεί με τον σχηματισμό μιας διαρθρωτικά ασταθούς οικονομίας που την χαρακτηρίζει μια εγγενής αδυναμία να διατηρήσει την αναπτυξιακή της ευστάθεια αφ’ ής στιγμής εκδηλωθεί μια κρίση ρευστότητας, σε πρώτο στάδιο, και φερεγγυότητας στην συνέχεια.
Αυτό θα είναι νομοτελειακή συνέπεια του γεγονότος ότι ο εκτεταμένος δανεισμός θα μεταβληθεί σε υπερβάλλουσα ζήτηση η οποία θα διαστρέψει τις σχετικές τιμές μεταξύ των εμπορευσίμων και των μη-εμπορευσίμων, εις βάρος φυσικά των πρώτων. Αποτέλεσμα θα είναι να προσβληθεί η οικονομία από μια σχεδόν θανατηφόρα «ολλανδική ασθένεια» η οποία -παρά το ότι θα είναι τεχνητή και αφύσικη αφού δεν θα σχετίζεται με κανενός είδους πλεονασματικά εμπορεύματα- θα προξενήσει σοβαρότατες βλάβες στην προσβληθείσα οικονομία, εξ αιτίας ακριβώς των δυσμενών επιπτώσεων που τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των μη-εμπορευσίμων μπορούν να έχουν επί της σταθερότητας και της ανάπτυξης των «μικρών ανοικτών οικονομιών».
Άλλωστε, αν και δεν είναι αντικείμενο του παρόντος άρθρου, δύσκολα κανείς μπορεί να αρνηθεί τον πειρασμό να επεκτείνει τον ανωτέρω προβληματισμό που αφορά τα ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά των μη-εμπορευσίμων και σε άλλες εθνικές οικονομίες, πέραν της ελληνικής. Για παράδειγμα, εάν κανείς στρέψει το ενδιαφέρον του σε δύο «μεσαίες ανοικτές οικονομίες» της Ευρώπης όπως η Γερμανία και η Γαλλία, εξετάζοντάς τες υπό το συγκεκριμένο αναλυτικό πρίσμα, είναι πολύ πιθανόν να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι εκείνη εκ των δύο η οποία έχει να επιδείξει, σε γενικές γραμμές, καλύτερες οικονομικές επιδόσεις, είναι η ίδια που έχει επίσης επιτύχει να δαμάσει καλύτερα των τομέα των διεθνώς μη-εμπορευσίμων.


* Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ Α. ΙΩΑΝΝΟΥ είναι οικονομολόγος
Ο ΧΡΗΣΤΟΣ Α. ΙΩΑΝΝΟΥ είναι οικονομολόγος (Ph. D) και Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
- Abdon A. et al, (2010), “Product Complexity and Economic Development”, Working Paper no 616, Levy Economics Institute.
- Balassa, B. (1964), "The Purchasing Power Parity Doctrine: A Reappraisal, Journal of Political Economy, December.
- Baumol, W. J. (1967), “Macroeconomics of unbalanced growth: the anatomy of urban crisis”, American Economic Review, 57.
- Borio, C. (2012) “The financial cycle and macroeconomics: What have we learnt?” Working Papers No 395, Bank for International Settlements.
- Borio, C, (2013), “Macroeconomics and the financial cycle: Hamlet without the Prince?”, Vox.
- EC (2012) European Competitiveness Report 2012, Reaping the Benefits of Globalization, Commission Staff Working Document SWD(2012), 299 final.
- ECB (2012) Competitiveness and External Imbalances within the Euro area, Occasional Paper series, no 139 / December 2012.
- Kuznets, S. (1966), “Modern Economic Growth: Rate, Structure, and Spread”. New Haven, Conn. Yale University Press.
- Samuelson, P.A. (1964), "Theoretical Notes on Trade Problems", Review of Economics and Statistics, 46.
- Manganelli, G. (2000), “Value added, employment, remuneration and productivity”, Eurostat.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
[1] Βεβαίως μόνο ο Samuelson και ο Balassa αναφέρονται ρητά σε διεθνώς εμπορεύσιμα και διεθνώς μη-εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες. Εν τούτοις η θεωρητική πρόταση του Kuznets σχετικά με τον τρόπο που η διαρθρωτική σύνθεση μιας εθνικής οικονομίας εξελίσσεται διαχρονικά καθώς ο κύριος όγκος του εργατικού δυναμικού μεταφέρεται από την γεωργία στην βιομηχανία και στην συνέχεια στις υπηρεσίες, ακολουθώντας την αύξηση της μέσης παραγωγικότητας, εντάσσεται στην ίδια γραμμή θεωρητικής σκέψης. Από την άλλη πλευρά οι οικονομικοί τομείς που περιγράφονται από τον Baumol ως τομείς στους οποίους η παραγωγικότητα αυξάνεται εκθετικά με την πάροδο του χρόνου, είναι ταυτόσημοι με τον πυρήνα του τομέα των διεθνώς εμπορευσίμων, όπως υποστηρίζουμε στο παρόν.
[2] Κωδικοί NACE 1-33, 50, 55-56, 62,63,72 στον πίνακα “Ακαθάριστη προστιθέμενη αξία κατά κλάδο (Α 64), 2000-2011. Πηγή: ΕΛ.ΣΤΑΤ.


Απο Δημήτρη Α. Ιωάννου και Χρήστο Α. Ιωάννου

Πηγή : http://foreignaffairs.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου