Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2013

Το «νόημα» και η υιοθέτηση της λιτότητας


391518_367565469979359_1296862343_n

Η κρίση χωρίς αμφιβολία καλλιέργησε το έδαφος για την εκκωφαντική καταδίκη των αρνητικών πτυχών της λιτότητας ως πολιτικής που εφαρμόζεται ανελλιπώς και ανεπιτυχώς  επί τρία συναπτά έτη στις περιφερειακές χώρες του ευρώ, την Ελλάδα,
την   Πορτογαλία και την  Ισπανία.


Παράλληλα ωστόσο ανέκυψε  το ερώτημα εάν η συγκεκριμένη πολιτική έχει κάποιο δύσκολα αντιληπτό νόημα , τουλάχιστον  για τους κοινούς θνητούς που ενδεχομένως  μόνο οι δημοσιονομικοί τεχνοκράτες αντιλαμβάνονται.
Με βάση τα δοκίμια της οικονομικής επιστήμης η λιτότητα ορίζεται   ως πολιτική δημοσιονομικής εξυγίανσης.

Μέσω της λιτότητας επιχειρείται  ένας συνδυασμός της δημοσιονομικής και φορολογικής πολιτικής για να κρατηθούν  τα έσοδα και οι δαπάνες σε ισορροπία.

Τα μέτρα λιτότητας περιλαμβάνουν συνήθως υψηλότερους φόρους και περικοπές στις δαπάνες με στόχος  να μειωθεί το κρατικό έλλειμμα, δηλαδή η ετήσια διαφορά των (μικρότερων) εσόδων από τα (μεγαλύτερα) έξοδα.

Κατά λογική συνέπεια των παραπάνω επισημάνσεων ήταν αναμενόμενο ότι τα υψηλά επίπεδα των κρατικών χρεών που μεταφράζονται σε έναν εκτροχιασμένο συνολικό δανεισμό τους θα οδηγούσαν σε ένα βαρύ κατηγορητήριο κατά των  κυβερνήσεων διότι  ξόδεψαν πολλά την εποχή των «παχέων αγελάδων» και κατόπιν βρέθηκαν υπό πίεση στην προσπάθεια τους να ξοδέψουν πολλά χρήματα για τη διάσωση των τραπεζών.
Η κοινή συμπεριφορά αυτή των κυβερνήσεων οδήγησε χωρίς άλλο, σε μια  σχεδόν παγκόσμια ομοφωνία μεταξύ ηγετών και διεθνών οργανισμών πως ο μόνος τρόπος να αποφύγουμε τα χειρότερα  ήταν να υιοθετήσουμε άμεσα αυστηρά μέτρα λιτότητας και πως οι παγκόσμιες αγορές θα «τιμωρούσαν» όσα κράτη δεν κατάφερναν να μειώσουν τα ελλείμματά τους

Κατά συνέπεια οι κ. Van Rompuy, Scheuble  & Co ιδιοποιήθηκαν  το εύηχο  σύνθημα «περισσότερη Ευρώπη» για να  επιβάλλουν  λιγότερη κυριαρχία στους προϋπολογισμούς , λιγότερη οικονομική ελευθερία κινήσεων και λιγότερη δημοκρατία.

Αν διαβάσει κανείς τα πονήματα τους μάταια θα αναζητήσει  λέξεις  όπως επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, αντικυκλική οικονομική πολιτική ή ακόμα και φιλόδοξους στόχους  ανάπτυξης και της απασχόλησης
 255398_347204392027706_1937877873_n

Η φιλοσοφία της νεοφιλελεύθερης μεταρρύθμισης 

Το επίκαιρο «στίγμα», που έχει καταφέρει η κρίση  να καθιερώσει στο συλλογικό υποσυνείδητο, είναι το στίγμα του νεοφιλελευθερισμού.
Οι ιθύνουσες ελίτ της  Δύσης, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Παγκόσμια Τράπεζα, η Ευρωπαϊκή Ένωση, κοκ υποστήριξαν συνεχώς την κατ ‘ ευφημισμόν καλούμενη «μεταρρύθμιση», προσηλωμένη στον νεοφιλελεύθερο φανατισμό.

Παρακάτω θα επιχειρήσουμε κατά αντιδιαστολή με τις συνήθης αναλύσεις που περιορίζονται στην απλή παράθεση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, να ανιχνεύσουμε τον φιλοσοφικό πυρήνα τους.

Στον πυρήνα της σύγχρονης νεοφιλελεύθερης μεταρρύθμισης που βρίσκεται εν εξελίξει υπό ηγεμονία της Γερμανίας  βρίσκεται η έννοια  της εγκράτειας η οποία εν πολλοίς έχει θρησκευτικές καταβολές και παραπέμπει στον προτεσταντισμό[1].

Συνοπτικά  μπορούμε να  διαφοροποιήσουμε  μεταξύ φυσικής εγκράτειας , της πολιτικής εγκράτειας και της εγκράτειας με την στενή οικονομική  έννοια του όρου.

Εν προκειμένου,  τα  νεοφιλελεύθερα εγχειρήματα  τύπου Μέρκελ θεωρούν την φυσική εγκράτεια πραγματολογικά και πολιτικά  απαραίτητη εμμένοντας στους περιορισμούς  του προϋπολογισμού για να μην παρατηρηθεί το χάος που είδαμε με την  Ελλάδα.

Στη δεύτερη περίπτωση, της πολιτικής εγκράτειας τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα.
Η πολιτική με την στενή έννοια αφορά αφενός  την οντολογία του  ίδιου του κράτους και αφετέρου το  κανονιστικό και αξιακό περιεχόμενο της  «παρεμβατικής» λειτουργίας του όταν αυτό  ενδιαφέρεται περισσότερο για την ανακατανομή εισοδήματος.

Οι νεοφιλελεύθεροι πάντως απαντούν κανονιστικά στο ζήτημα προκρίνοντας για  λόγους αποτελεσματικότητας, αλλά και για λόγους ατομικής ελευθερίας ένα μικρό κράτος που νοιάζεται μόνο για τη λειτουργία των αγορών, αλλά κατά τα άλλα απέχει από την λειτουργία τους[2].
Όπως σημειώνει ο Steward Hall «o νεοφιλελευθερισμός εδράζεται στο «ελεύθερο, κτητικό άτομο», με το κράτος να θεωρείται τυραννικό και καταπιεστικό. 

Πιο συγκεκριμένα, το κράτος πρόνοιας είναι ο πλέον βασικός εχθρός της ελευθερίας.
  Το κράτος δεν πρέπει ποτέ να κυβερνά την κοινωνία, να υπαγορεύει στα ελεύθερα άτομα πώς να διαθέσουν την ιδιωτική τους περιουσία, να ρυθμίζει την οικονομία της ελεύθερης αγοράς ή να αναμιγνύεται στο θεόσταλτο δικαίωμα της κερδοφορίας και της συσσώρευσης ατομικού πλούτου»[3].

Σύμφωνα με ένα κεντρικό αξίωμα του νεοφιλελευθερισμού το οποίο καλλιεργήθηκε ιδιαίτερα από τον Μίλτον Φρίντμαν , οι ελεύθερες αγορές εξασφαλίζουν τη βέλτιστη κατανομή των πόρων, και άρα την εύρυθμη λειτουργία της οικονομίας[4]

 Παρά την εμφανή αποτυχία σε κάθε σχεδόν περίπτωση που εισάγεται περισσότερη ελεύθερη αγορά, και την απορρύθμιση που αυτή φέρνει, οι νεοφιλελεύθεροι επιμένουν ότι  οι πόροι δεν κατανέμονται βέλτιστα γιατί αυτό που φταίει είναι ότι χρειάζεται απόλυτα αδέσμευτη αγορά.
Με το επιχείρημα αυτό μεταθέτουν την επιτυχία του εγχειρήματος τους στο μέλλον επιζητώντας ιδανικές συνθήκες της απόλυτης αγοράς.
Για τους νεοφιλελεύθερους η κοινωνία έχει μια οργανική ποιότητα, είναι ακριβώς ο απροσχεδίαστος και αυθόρμητος συντονισμός πολλών ατόμων που δρούν ωθούμενα από προσωπικά κίνητρα.[5].
Η ιδέα του αυθόρμητου συντονισμού σχετίζεται με την έννοια της παράδοσης ως εσωτερικευμένης στα δρώντα υποκείμενα γνώσης και σοφίας. Είναι η έννοια της «τεχνογνωσίας» που αποκτά το άτομο δραστηριοποιούμενο και διαχειριζόμενο τα προβλήματα επί τόπου[6].
Η τρίτη περίπτωση της στενής εγκράτειας,  διαφοροποιείται σε  εγκράτεια κατά τη διάρκεια μιας ύφεσης και κατά τη διάρκεια μιας θεμελιώδους κρίσης.

Στην περίοδο οικονομικής ύφεσης, δεν συστήνεται ακόμα και από τους νεοφιλελεύθερους  ως  απαραίτητη η  υπερβάλλουσα εγκράτεια αλλά η αναθεώρηση και ο αναπροσανατολισμός των δημόσιων δαπανών.
Από πακέτα στήριξης και διάσωσης συστήνεται ωστόσο  η κυβέρνηση  να κρατήσει  απόσταση,  έτσι ώστε να μην διαταράξει τον  αυτοκάθαρση  της αγοράς στην περίοδο  στασιμότητας[7].

Εγκράτεια στην περίοδο της ύφεσης σημαίνει «όχι περισσότερες δαπάνες», δεν ταυτίζεται όμως με τον  «περιορισμό των δαπανών».
Το ενδιαφέρον της κυβέρνησης σε αυτή την φάση στρέφεται  λιγότερο προς την «επανεκκίνηση» της οικονομίας αλλά στην σταθεροποίηση της , έτσι ώστε η ύφεση να μην  αφήσει μόνιμες βλάβες, αλλά να δράσει καθαρτικά.

Υπό αυτό το πρίσμα, συστήνονται για  παράδειγμα προγράμματα περιορισμένου και ευέλικτου  χρόνου απασχόλησης, επενδυτικά και φορολογικά κίνητρα κοκ.
Το αντίθετο συστήνεται από τους νεοφιλελεύθερους  όμως σε περιόδους δομικής κρίσης. 
Απόλυτη εγκράτεια.
Η κριτική που μπορεί καθαρά μακροοικονομικά να ασκηθεί στην οικονομική προσέγγιση της εγκράτειας δεν αφορά το κατά βάση ορθολογικό αίτημα της χρηστής και «οικονομικής διαχείρισης των πόρων.
Με αυτό το αίτημα θα συμφωνούσε και ο Κεϊνς αλλά και η σύγχρονη αριστερά.

Σε μια κρίση όμως  η οποία έχει  θεμελιώδη φύση, η εγκράτεια  δεν είναι μόνο ανεπαρκής  από την άποψη της ανάπτυξης της κοινωνίας , αλλά αποτελεί  και ρυθμιστικό πολιτικό λάθος με την  έννοια ότι  οι αποταμιευτές, οι εργαζόμενοι, οι εργοδότες, όλοι οι φορείς  της κοινωνίας, πρέπει να σηκώσουν το κόστος των λαθών που οι  τράπεζες και οι επενδυτές έχουν διαπράξει.
Αυτός ο διαχωρισμός  των υπευθύνων  από τις επιπτώσεις των αποφάσεων θέτει τις βάσεις για νέες κρίσεις.
Εντέλει και επί  της ουσίας βέβαια η κριτική  στέφεται κατά της στενής  οικονομικής πολιτικής του νεοφιλελευθερισμού που είναι: δημοσιονομική αυστηρότητα, νομισματικός έλεγχος, ιδιωτικοποιήσεις, απορρύθμιση και ευελιξία στην αγορά εργασίας.

Η μονεταριστική καταγωγή των οικονομολογικών θεωριών του νεοφιλελευθερισμού είναι εμφανής καθώς η νομισματική σταθερότητα, η περιοριστική νομισματική πολιτική (όχι κρατικός παρεμβατισμός – δημόσιες δαπάνες) και ως εκ τούτου ο αγώνας κατά του πληθωρισμού, αποτελούν βασικό στόχο των νεοφιλελεύθερων. 

Κατ’ αυτούς η οικονομία της επέκτασης – τόνωσης της ζήτησης προκαλεί πληθωρισμό, δημιουργεί πλασματικές θέσεις εργασίας ή σκανδαλωδώς συντηρεί θνησιγενείς επιχειρήσεις διασαλεύοντας τον ανταγωνισμό και υπονομεύοντας  την οικονομική ανάπτυξη και τις προοπτικές απασχόλησης.
 UBOMRK~1

Η λανθασμένη διάγνωση

Η επικράτηση της  λογικής της λιτότητας και της νεοφιλελεύθερης μεταρρύθμισης υπήρξε μια εξέλιξη που αποδείχτηκε από την αρχή  μοιραίο λάθος, επειδή  οι υποστηρικτές της σκληρής λιτότητας δεν αντιλήφτηκαν ποτέ τις πραγματικές αιτίες της κρίσης,
Συνολικά οι λογικές υπέρ του  περιορισμού  των  κρατικών  προϋπολογισμών είναι λάθος διότι μπερδεύουν τις δημόσιες ανάγκες  με τις ανάγκες ενός  ιδιωτικού  νοικοκυριού.
Σε τελική ανάλυση η κρίση στη ζώνη του ευρώ δεν ανάγεται κυρίως  στην ανεύθυνη δημοσιονομική πολιτική.
Η Ισπανία και η Ιρλανδία είχαν για παράδειγμα, την παραμονή της κρίσης, πλεονάσματα  στους προϋπολογισμούς τους .
Πολύ μεγαλύτερη ήταν η ζημιά  που προέκυψε από το αρρύθμιστο  τραπεζικό σύστημα, το οποίο δάνειζε χρήματα αφειδώς και ανεύθυνα.
Ο δημόσιος τομέας δεν έχει δανειστεί τόσο υπερβολικά, όσο ο ιδιωτικός τομέας σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η κρίση του ευρώ σήμερα εξακολουθεί να παρερμηνεύεται ως μια δημοσιονομική κρίση.
Πρόκειται ωστόσο  για μια κρίση του ισοζυγίου πληρωμών που οφείλεται πέραν των άλλων σε μια κρίση των παραγωγικών μοντέλων.
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν όπως επισημαίνει ο Martin Wolf ότι στα χρόνια της ευφορίας προ της χρηματοοικονομικής κρίσης, τα κεφάλαια μετακινούνταν απρόσκοπτα και  «ηΕλλάδα, η Πορτογαλία και η Ισπανία κατέγραφαν ελλείμματα στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών της τάξεως του 10% του ΑΕΠ.
Τα ελλείμματα αυτά χρηματοδότησαν τις πλεονάζουσες δαπάνες στον ιδιωτικό τομέα, στον δημόσιο ή και στους δύο. Η περίοδος ραγδαίας οικονομικής ανάπτυξης, επίσης, δημιούργησε μεγάλες ζημίες στην εξωτερική ανταγωνιστικότητα»  [8]
Ακολούθησαν τα «Ξαφνικά εμπόδια» στις εισροές κεφαλαίων.
Αυτά τα εμπόδια δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας κρίσης του 2008 (επηρεάζοντας την Ελλάδα και την Ιρλανδία), την άνοιξη του 2010 (επηρεάζοντας την Ελλάδα, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία) και τέλος το δεύτερο εξάμηνο του 2011 (επηρεάζοντας την Ιταλία, την Πορτογαλία και την Ισπανία).
Το όλο θέμα δεν έχει να κάνει με την σπάταλη δημοσιονομική πολιτική αλλά με την έλλειψη συνολικής και μακροπρόθεσμης παραγωγικής και αναπτυξιακής στρατηγικής.
Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε μόνο με την έναρξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης, στον απόηχο της βαθιάς ύφεσης και της διάσωσης των τραπεζών.
Άλλωστε όπως σημείωνε ο Kεϊνς , η περίοδο της οικονομικής απογείωσης και όχι η περίοδο της ύφεσης,  είναι η κατάλληλη στιγμή για λιτότητα,.
Η λιτότητα σε γενικές γραμμές δεν συνιστάται διότι υποθηκεύει τις επενδύσεις και με αυτή την έννοια λειτουργεί «αντιοικονομικά».
Οι καταναλωτικές δαπάνες παραμένουν στάσιμες  στη ζώνη του ευρώ, καθώς οι μισθοί δεν αυξάνονται.
Οι εταιρείες δεν επενδύουν, διότι οι πωλήσεις ακυρώθηκαν λόγω της μείωσης της ζήτησης.
Εάν την ίδια στιγμή, μειώνονται οι δημόσιες επενδύσεις και περιστέλλονται οι  κρατικές  δαπάνες έπεται η  συρρίκνωση της οικονομίας και τα φορολογικά έσοδα πέφτουν.
Το αποτέλεσμα είναι η στασιμότητα και αποπληθωρισμός.
Οι δαπάνες του ενός είναι τα έσοδα του άλλου.
Εντούτοις, ένα ισχυρό επιχείρημα μεταξύ άλλων που εκφέρουν οι θιασώτες της λιτότητας είναι ότι μόνο η πολιτική της εγκράτειας  επιτρέπει στην σημερινή νέα γενιά να συμμετάσχει ad hoc σε έναν ουσιαστικό διάλογο περί αναδιανομής.

Διότι όσο υπάρχει η δυνατότητα του απεριόριστου και φτηνού δανεισμού τα αδιέξοδα  της αναδιανομής θα μεταφέρονται στις επόμενες γενιές.
Τα αντεπιχείρημα είναι ότι οι πραγματικές επενδύσεις στο κοινωνικό σύνολο ωφελούν  τις μελλοντικές γενιές τόσο σε υποδομές όσο και σε ευκαιρίες.
Εντούτοις το κύριο πρόβλημα με την λιτότητα είναι ότι συνδέεται με  αντιλαϊκά και διόλου δημοφιλή, μέτρα όπως οι  περικοπές στις δημόσιες δαπάνες, η αύξηση του ηλικιακού ορίου συνταξιοδότησης και η μείωση μισθών και συντάξεων.
Ιδιαίτερα εμφανή είναι αρνητικά  αποτελέσματα  της λιτότητας στις περιπτώσεις  της Ελλάδας και της Ισπανίας, με μια ανεργία που αναμένεται σύντομα το 30 %  και μια νέα γενιά η οποία δεν διαθέτει πλέον οικονομική προοπτική.

 Ποιος θα μπορεί να μιλάει για Δημοκρατία όταν φτάσουμε σε αυτό το σημείο;
Το 50% όλων των νέων στη Νότια Ευρώπη δεν έχει δουλειά.
Μια ολόκληρη γενιά διαλύεται κυριολεκτικά από την πολιτική.
Η ανεργία συνοδεύεται από  επισφαλή εργασία, από  φόβους  για το μέλλον, από ψυχολογικές  ασθένειες όπως η κατάθλιψη.
Όλα αυτά οδηγούν πολλούς νέους ανθρώπους στην αυτοκτονία.
Η λιτότητα χειροτερεύει την κατάσταση όχι μόνο κοινωνικά, αλλά και οικονομικά, οδηγώντας αναπόφευκτα σε κοινωνίες «ανομίας», χωρίς δεσμά αλληλεγγύης και χωρίς κανόνες.
Από την άλλη πλευρά, όσο διαρκεί η λιτότητα θα διαρκεί και η  τραπεζική κρίση, επειδή με κάθε άνεργο εξουδετερώνονται αποταμιεύσεις και αυξάνονται τα επισφαλή δάνεια κάτι που αναγκαία οδηγεί σε τραπεζικά προβλήματα.
Αυτά με τη σειρά τους οδηγούν σε μεγαλύτερους περιορισμούς στην χορήγηση δανείων και κατά συνέπεια σε συρρίκνωση του ΑΕΠ, κάτι που πάλι με τη σειρά του οδηγεί σε υψηλότερο χρέος..
Συνολικά, η πολιτική αυτή στερείται νοήματος και δεν μπορεί   να επιλύσει την κρίση, αλλά  μόνο να  την επιδεινώσει.
Όσοι πιστεύουν ότι η πολιτική αυτή λειτουργεί δεν έχουν  ιδιαίτερη σχέση με την πραγματικότητα  ειδικότερα διότι αφαιρούν από την ανθρώπινη διάσταση, βλέποντας μόνο αριθμούς.

Αυτό συμβαίνει γιατί η  λιτότητα αναχαιτίζει την ανάπτυξη ενώ η πτώση στην δημόσια κατανάλωση οδηγεί στην κατάργηση  πολλών θέσεων εργασίας.
Παρά την  αποτυχία της συνταγής εντούτοις με την πάροδο του χρόνου αυξήθηκε και ο  ωρίμασε ο κυνισμός εκείνων των επιχειρημάτων που καλωσορίζουν την λιτότητα ως χρήσιμη και απαραίτητη συνταγή.

Όπως τονίζει ο νομπελίστας Paul Krugman[9],  όσοι σερβίρουν τις   «κοινές πεποιθήσεις» περί λιτότητας  στην Ελλάδα και στην Ισπανία «ξέχασαν ότι εδώ εμπλέκονται και οι λαοί.» και ότι ο κόσμος «σε αυτές τις δύο χώρες λέει, πολύ απλά, ότι έφτασε στα όριά του: με την ανεργία σε επίπεδα Μεγάλης Ύφεσης και με τους πρώην εργαζόμενους της μεσαίας τάξης να γυρεύουν τροφή στα σκουπίδια, η πολιτική της λιτότητας ήδη έχασε το μέτρο. Κι αυτό δείχνει ότι τα συμπεφωνημένα μπορεί πλέον να μην ισχύουν».
Οι χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας και ειδικότερα η Ελλάδα πάσχουν από κυκλικά και διαρθρωτικά οικονομικά  προβλήματα .
Οι  οικονομίες  τους δεν είναι αρκετά αποδοτικές και άρα μη ανταγωνιστικές στη ζώνη του ευρώ.

Άπαντες γνωρίζουν ότι  εντός της  ζώνης του ευρώ οι χώρες αυτές θα χρειαστούν μεγάλη βοήθεια για να δώσουν θετικό πρόσημο στις οικονομίες τους.

Σε τελική ανάλυση υπενθυμίζουμε ότι μόλις βρίσκεται σε εξέλιξη  ο φαύλος κύκλος μεταξύ  έλλειψης ανταγωνιστικότητας και της μετανάστευσης των καταρτισμένων  εργαζομένων.
20120605.Lubomir Kotrha.eugreesos

Το ευρώ έχει το τίμημα  του!
Μην έχουμε επομένως αυταπάτες, η προοπτική  των νοτίων χωρών στη ζώνη του ευρώ είναι δύσκολη.
Σε αυτή την διαπίστωση ,στην  οποία επιμένει ιδιαίτερα το ΚΚΕ, αποφεύγοντας βέβαια να αντιπροτείνει εναλλακτικές λύσεις, δεν ανταπαντάει κανένας επαρκώς και οι περισσότεροι προτιμούν να πετάνε την μπάλα στην εξέδρα προκειμένου να μην εισπράξουν πολιτικό κόστος.
Είναι γεγονός ότι αυτή την στιγμή δημιουργούνται στην περιφέρεια της ευρωζώνης εκτεταμένες ζώνες καταστροφής.
Λογική εξέλιξη  είναι,  οι δημοσιονομικές πολιτικές των χωρών της περιφέρειας να αναπροσαρμόζονται σε τριτοκοσμικές συνθήκες με την έννοια της εξουδετέρωσης της κοινωνικής πολιτικής.
Σε τελική ανάλυση χώρες όπως η Καμπότζη, δεν αντέχουν οικονομικά οποιαδήποτε κοινωνική πολιτική.
Γιατί λοιπόν να αντέξει η  Ελλάδα;
Το ευρώ έχει το τίμημα  του!
Δυστυχώς  το διαρθρωτικό πρόβλημα της Ελλάδας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας είναι το ίδιο Ευρώ.
Γιατί  εάν οι περιφερειακές χώρες είχαν τη δυνατότητα να υποτιμήσουν το νόμισμά τους θα μπορούσαν να ενισχύσουν σημαντικά   τις εξαγωγές τους και να υποκαταστήσουν τις εισαγωγές τους με εγχώρια προϊόντα, σπάζοντας τον φαύλο κύκλο που σήμερα είναι η κύρια απειλή για αυτές.
Το ευρώ, όμως, για τις ιθύνουσες ελίτ στην Ευρώπη θεωρείται ιερό τέρας  και η σταθερότητα του προέχει,των προβλημάτων της  ανεργίας και ης  έλλειψης ευκαιριών.

Η εσωτερική υποτίμηση 

Τι προτείνουν λοιπόν οι μονεταριστές οικονομολόγοι για τον Νότο;
Την  εσωτερική υποτίμηση, μέσα από την πτώση μισθών και συντάξεων όχι όμως μέσα από την πτώση των τιμών.
 Αυτή η πολιτική θεωρείται  σήμερα  προηγμένο εγχείρημα, το οποίο ωστόσο δεν αποσκοπεί σε τίποτα άλλο από το να καταστήσει τα κράτη ικανά να ικανοποιήσουν το κόστος που προέρχεται από την αποπληρωμή των τόκων δανεισμού.
Είναι αξιοσημείωτο ότι το μεγαλύτερο μέρος του χρέους είναι πλέον τόκοι.
Ενδιαφέρον έχει επίσης ότι η Ευρώπη  εύρισκε πάντα φτηνή  αναχρηματοδότηση με αποτέλεσμα η κατάσταση σήμερα να είναι αδιέξοδη.
Κατά τα υπόλοιπα, η αύξηση της παραγωγικότητας κατά μήκος ενός προς το παρόν μη  ελκυστικού φάσματος  προϊόντων και υπηρεσιών δεν θεωρείται σοβαρή επιλογή πολιτικής ενώ η διατήρηση του ύψους των μισθών υπό παράλληλη αύξηση  των φόρων θεωρήθηκε περίπλοκη υπόθεση, σε σύγκριση με μια εσωτερική  υποτίμηση.
Έτσι προτιμήθηκε ένα μείγμα πολιτικής που περιέχει τα πάντα . Από περικοπές και μισθολογική διολίσθηση  μέχρι αύξηση των φόρων στο σημείο μάλιστα η χώρα μας να έχει τον χαμηλότερο δείκτη εισοδήματος και την πιο άδικη εισοδηματική κατανομή  στην Ευρωζώνη και έναν από του υψηλότερους συντελεστές φορολόγησης.
Βέβαια υπάρχει και το επιχείρημα ότι κάτω από ορισμένες συνθήκες μπορεί να λειτουργήσει μια εσωτερική υποτίμηση.

Ως παραδείγματα αναφέρονται οι  χώρες της Βαλτικής, των οποίων τα νομίσματα είναι συνδεδεμένα με το ευρώ.
Η Εσθονία πέρασε από μια παρόμοια φούσκα ακινήτων όπως η  Ισπανία, η οποία  επηρέασε αρνητικά  την ανταγωνιστικότητα  της χώρας.
Εκεί όμως  η  ανεργία μετά από μια απότομη ύφεση κατά τα τελευταία δύο χρόνια έχει μειωθεί από 20% στο 10%.
Επίσης , στη Λετονία, η ανεργία μειώνεται ισχυρά το τελευταίο διάστημα.
Ένα άλλο επιχείρημα που εκφέρεται είναι ότι παρά την σκληρή λιτότητα οι Έλληνες επιμένουν  να κρατήσουν  την Ελλάδα στο  Ευρώ πράγμα που σημαίνει ότι στο σύνολο της  η ένταξη στη ζώνη του ευρώ, κρίνεται ως επωφελής για την χώρα.
Το ίδιο ισχύει και για την Ισπανία, η οποία είχε πολύ υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, μέσα  στη ζώνη του ευρώ.
Κατά τον  ορισμό των συναλλαγματικών ισοτιμιών το 1999 η Ισπανία είχε 15% ανεργία ενώ το 1994. 25%

Η ζώνη του ευρώ  ξεκίνησε  το 1998 με ποσοστό ανεργίας μόλις πάνω από το 10% (το ίδιο διάστημα  οι ΗΠΑ είχαν 4%) και αυτή  ήταν κατά μέσο όρο πολύ χαμηλότερη από τότε, παρά την ελάχιστη  αύξηση των μισθών και την οικονομική δυσπραγία  στην Γερμανία. Γιατί λοιπόν οι σημερινές τάσεις δεν αντιστρέφονται ;
Σε αυτά τα επιχειρήματα θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς ότι η  εσωτερική υποτίμηση μπορεί να λειτουργεί μερικές φορές, όχι όμως τόσο καλά .
Οι έπαινοι για τη Λετονία είναι υπερβολικοί  διότι πολιτικές που ανέχονται μια ανεργία της τάξεως του  20% είναι κακές πολιτικές. Και όσον αφορά την  Έλλάδα, δυστυχώς προς το παρόν, η  μόνη ελπίδα της είναι τα εμβάσματα  από το βορρά, και όχι η ανάκαμψη της εγχώριας οικονομίας.
Από την άλλη πλευρά δεν είναι θέσφατο η επιτυχία μιας πραγματικής νομισματικής υποτίμησης.
Η. Εσθονία έπρεπε να αφομοιώσει ένα τεράστιο σοκ της εγχώριας ζήτησης σε ένα πολύ δύσκολο οικονομικό περιβάλλον στο οποίο οι επιχειρήσεις και το εμπόριο  κατρακύλησαν  σε όλο τον κόσμο. Ακόμα και στο συχνά αναφερόμενο  παράδειγμα  ανάκαμψης της Ισλανδίας  μετά από υποτίμηση νομίσματος η ανεργία αυξήθηκε στο 9 %  και βρίσκεται σήμερα στο περίπου 5%.
Αυτά  είναι ποσοστά  πάνω από το μέσο όρο  των  τελευταίων  10 ετών.

Κάτω από τις παραπάνω προϋποθέσεις οι δημοσιονομικές προστακτικές είναι αμείλικτες και για αυτό σχεδόν ανέφικτες.
Ένα μέρος του χρέους ακόμα και μετά την εσωτερική  υποτίμηση,  τελικά θα πρέπει να διαγραφεί ή να ακυρωθεί  μέσα από έναν  συνεπή πληθωρισμό στη ζώνη του ευρώ.

Όλες οι χώρες του Νότου  θα πρέπει παράλληλα να μειώσουν το μερίδιο εισαγωγών τους  και να το περιορίσουν στο απολύτως  αναγκαίο.
Τελικά δεν δυστύχησε  κανένας που  δεν έχει οδηγήσει BMW  της σειράς  3 και εκείνοι που οδηγούν τα τεράστια οχήματα ούτως η άλλως διαθέτουν οικονομική επιφάνεια.
Βέβαια οι παράμετροι  ποικίλλουν  από χώρα σε χώρα.
Η  λιτότητα αποτελεί πάντως   μια λανθασμένη απάντηση σε ένα υπαρκτό πρόβλημα, διότι το εντείνει.
Αυτό που απαιτείται είναι μια συντονισμένη οικονομική πολιτική μέσα από την συμμετοχή των κρατών σε μεγάλα  κοινά αναπτυξιακά προγράμματα τα οποία θα οδηγήσουν τελικά στην εναρμόνιση της Ευρώπης όσον αφορά το οικονομικό της μοντέλο.
Από αυτά τα  προγράμματα επωφελούνται όλες οι χώρες. χωρίς να κερδίζουν μόνο οι τράπεζες. 
Αρκεί η Ευρώπη επιτέλους να  συλλάβει και να αντιμετωπίσει την νότια της περιφέρεια ως αναπόσπαστο και αδιαίρετο δικό της κομμάτι.
  
 Μαυροζαχαράκης Μανόλης - Κοινωνιολόγος – Πολιτικός Επιστήμονας

[2] David Held: Μοντέλα Δημοκρατίας
[3] Stuart Hall: The march of the neoliberals .   The Guardian, Monday 12 September 2011 http://www.guardian.co.uk/politics/2011/sep/12/march-of-the-neoliberals
[4] Κωστή Γκίκα: Ιδεολογικές συγκρούσεις στη σκιά της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης . Κυριακή, 10 Ιούνιος 2012
http://www.socialopinion.gr/ αρχείο/430-Ιδεολογικές-συγκρούσεις-στη-σκιά-της-παγκόασμιας-οικονομικής-κρίσης Βούλγαρης Γ. «Φιλελευθερισμός, Συντηρητισμός, Κοινωνικό κράτος 1973-1990, Αθήνα, Θεμέλιο, 1994
[5] Γκίντενς, Α., Πέραν της Αριστεράς και της Δεξιάς, Αθήνα, Πόλις, 1999
[6] Sorman, G., Η φιλελεύθερη λύση, Αθήνα, Ροές, 1986.
[7] Thurow, L., Το μέλλον του καπιταλισμού, Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1997
[8] Martin Wolf: Το μοιραίο γερμανικό λάθος. 1/04/12 http://www.euro2day.gr/ftcom_gr/194/articles/692282/ArticleFTgr.aspx
[9] Krugman Paul : Είναι τρέλα η μανία με τη λιτότητα στην Ευρώπη http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=477011

απο το  http://antikleidi.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου